ὑπωρόφιος: Difference between revisions
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yporofios | |Transliteration C=yporofios | ||
|Beta Code=u(pwro/fios | |Beta Code=u(pwro/fios | ||
|Definition=ον, also a, ον <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.97</span>, <span class="title">AP</span>7.424 (Antip.Sid.): (ὄροφος):—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">under the roof, dwelling under it, under cover, in a house</b>, <span class="bibl">Il.9.640</span>; τόξα . . νηῷ κεῖται ὑπωρόφια <span class="bibl">Simon.143</span>; <b class="b3">φόρμιγγες ὑ</b>. the harps <b class="b2">sounding in the hall</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.97</span>; parodied, <b class="b3">ὑ. φάλαγγες</b> (spiders) <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1313</span> (lyr.); <b class="b3">ὑ. δόμοι</b>, = [[ὑπερῷα]], <span class="bibl">Mosch.2.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">ὑπωροφία</b> (sc. <b class="b3">χώρα</b>), ἡ, <b class="b2">the woodwork of a tiled roof</b>, IG11(2).161<span class="title">A</span>51 (Delos, iii B. C.); Dor. ὑπωρυφία ib.42(1).102.42 (Epid., iv B. C.); <b class="b2">the space under the roof</b> or | |Definition=ον, also a, ον <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.97</span>, <span class="title">AP</span>7.424 (Antip.Sid.): (ὄροφος):—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">under the roof, dwelling under it, under cover, in a house</b>, <span class="bibl">Il.9.640</span>; τόξα . . νηῷ κεῖται ὑπωρόφια <span class="bibl">Simon.143</span>; <b class="b3">φόρμιγγες ὑ</b>. the harps <b class="b2">sounding in the hall</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.97</span>; parodied, <b class="b3">ὑ. φάλαγγες</b> (spiders) <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1313</span> (lyr.); <b class="b3">ὑ. δόμοι</b>, = [[ὑπερῷα]], <span class="bibl">Mosch.2.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">ὑπωροφία</b> (sc. <b class="b3">χώρα</b>), ἡ, <b class="b2">the woodwork of a tiled roof</b>, IG11(2).161<span class="title">A</span>51 (Delos, iii B. C.); Dor. ὑπωρυφία ib.42(1).102.42 (Epid., iv B. C.); <b class="b2">the space under the roof</b> or [[canopy]], <span class="bibl">D.S.18.26</span>; καπνώδεις ὑ. <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>4.13</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:10, 29 June 2020
English (LSJ)
ον, also a, ον Pi.P.1.97, AP7.424 (Antip.Sid.): (ὄροφος):—
A under the roof, dwelling under it, under cover, in a house, Il.9.640; τόξα . . νηῷ κεῖται ὑπωρόφια Simon.143; φόρμιγγες ὑ. the harps sounding in the hall, Pi.P.1.97; parodied, ὑ. φάλαγγες (spiders) Ar.Ra.1313 (lyr.); ὑ. δόμοι, = ὑπερῷα, Mosch.2.6. 2 ὑπωροφία (sc. χώρα), ἡ, the woodwork of a tiled roof, IG11(2).161A51 (Delos, iii B. C.); Dor. ὑπωρυφία ib.42(1).102.42 (Epid., iv B. C.); the space under the roof or canopy, D.S.18.26; καπνώδεις ὑ. App.BC4.13.
German (Pape)
[Seite 1242] bei Pind. auch 3 Endgn, unter dem Dache befindlich, im Hause, Il. 9, 640; φόρμιγγες Pind. P. 1, 97; auch im obersten Stocke, unter dem Dache, φάλαγγες Ar. Ran. 1309; γυναῖκες Antp. Sid. 87 (VII, 424), wie παρθένος Ap. Rh. 4, 168; – ἡ ὑπωροφία, sc. χώρα, der Rauchfang, D. Sic. 18, 26; vgl. App. B. C. 4, 13; – auch wie ὑπερῷον, die Wohnung im obern Stockwerke.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπωρόφιος: -ον, καὶ α, ον, Πινδ. Π. 1. 188· (ὄροφος)· ― ὁ ὑπὸ τὴν ὀροφήν, ὑπὸ στέγην, ἐντὸς οἰκίας, Ἰλ. Ι. 640· τόξα. νηῷ Ἀθηναίης κεῖται ὑπωρόφια Σιμωνίδης 143 (200)· φόρμιγγες ὑπ., αἱ ἐν τῇ αἰθούσῃ ἠχοῦσαι κιθάραι, Πινδ. Π. 1· 1. 189· ὑπωρ. φάλαγγες (ἀράχναι), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1314· ὑπωρ. δόμοι = ὑπερῷα, Μόσχ. 2. 6. 2) ὑπωροφία (ἐξυπακ. χώρα), ἡ, τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὴν ὀροφὴν ἢ τὴν σκιάδα, Διοσκ. 18. 26· καπνώδεις ὑπ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 13.
French (Bailly abrégé)
ος ou poét. α, ον :
1 situé sous le toit, qui vit sous les toits;
2 qui vit sous un toit, dans une maison, qui se renferme dans la maison.
Étymologie: ὑπό, ὄροφος.
English (Autenrieth)
(ὀροφή): under the same roof, i. e. table-companions, pl., Il. 9.640†.
English (Slater)
ὑπωρόφιος
1 under the roof οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι δέκονται (P. 1.97)
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπωρόφιος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και ύπωροφία και ύπωρυφία Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από την οροφή, κάτω από την στέγη
νεοελλ.
φρ. «υπωρόφιο δωμάτιο» — σοφίτα
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σπίτι
2. αυτός που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο οικοδομήματος
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπωροφία και ὑπωρυφία
η ξύλινη επένδυση μιας επιστρωμένης με κεραμίδια οροφής
4. φρ. «ὑπωρόφιοι φόρμιγγες» — φόρμιγγες που ηχούν μέσα στην αίθουσα (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ωρόφιος (< ὄροφος), πρβλ. ὑπερ-ωρόφιος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὑπωρόφιος: -ον και -α, -ον (ὄροφος), αυτός που βρίσκεται κάτω από οροφή, μέσα σε σπίτι, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπωρόφιος: и 3 и ὑπώροφος 2
1) находящийся под крышей, верхний (μέλαθρα Eur.): ὑπώροφα οἰκία πλάσσειν Anth. вить гнездо под самой крышей;
2) находящийся в доме (γυναῖκες Anth.): ὑπωρόφιοι δέ τοί εἰμεν Hom. мы в твоем доме; ὑπώροφος βοά Eur. доносящийся из дома голос (по по друг. - приглушенный, ср. ὑπόροφος).
Middle Liddell
ὑπ-ωρόφιος, ον, ὄροφος
under the roof, in the house, Il., Pind., Ar.