προτένθης: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protenthis | |Transliteration C=protenthis | ||
|Beta Code=prote/nqhs | |Beta Code=prote/nqhs | ||
|Definition=ου, ὁ (ἡ, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>15.10</span>), in pl., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">those who celebrated the</b> <b class="b3">Δορπία</b> (q.v.), <b class="b3">ἀφεῖσθαι τοὺς βουλευτὰς . . ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἧς οἱ π. ἄγουσι πέντε ἡμέρας</b> Decr.Att. ap. <span class="bibl">Ath.4.171e</span>; τίς εἰμ' ἐγώ; ἡ τῶν π. Δορπία καλουμένη <span class="bibl">Philyll.8</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=ου, ὁ (ἡ, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>15.10</span>), in pl., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">those who celebrated the</b> <b class="b3">Δορπία</b> (q.v.), <b class="b3">ἀφεῖσθαι τοὺς βουλευτὰς . . ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἧς οἱ π. ἄγουσι πέντε ἡμέρας</b> Decr.Att. ap. <span class="bibl">Ath.4.171e</span>; τίς εἰμ' ἐγώ; ἡ τῶν π. Δορπία καλουμένη <span class="bibl">Philyll.8</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[forestaller]], [[regrater]], in pl., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1198</span> (ubi v. Sch.), <span class="bibl">Pherecr.7</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> Adj., [[greedy]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>39</span>; <b class="b3">ἡ μάλιστα π. [πηλαμύς</b>] Id.<span class="title">NA</span> l.c. (Glossed <b class="b3">προγεύστης</b> by Artemidor. ap. <span class="bibl">Ath. 4.171b</span>, cf. ib.c.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:55, 29 June 2020
English (LSJ)
ου, ὁ (ἡ, Ael.NA15.10), in pl.,
A those who celebrated the Δορπία (q.v.), ἀφεῖσθαι τοὺς βουλευτὰς . . ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἧς οἱ π. ἄγουσι πέντε ἡμέρας Decr.Att. ap. Ath.4.171e; τίς εἰμ' ἐγώ; ἡ τῶν π. Δορπία καλουμένη Philyll.8. 2 forestaller, regrater, in pl., Ar.Nu.1198 (ubi v. Sch.), Pherecr.7. 3 Adj., greedy, Ael.Fr.39; ἡ μάλιστα π. [πηλαμύς] Id.NA l.c. (Glossed προγεύστης by Artemidor. ap. Ath. 4.171b, cf. ib.c.)
German (Pape)
[Seite 791] ὁ, ein Leckermaul, der vorher Etwas benascht oder kostet, Ar. Nubb. 1180, wo die Schol. neben λίχνος ἢ ἀκρατής auch erkl. οἱ προλαμβάνοντες καὶ προεσθίοντες τὰ ὄψα πρὶν ἐς ἀγορὰν κομισθῆναι, καὶ μεταπιπράσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι; vgl. Pherecrat. bei Ath. I V, 171 c, der es durch προγεύστης erkl. u. ein Psephisma aus Athen anführt, in welchem eine Act Priester so genannt sind, wie die παράσιτοι. – Als fem. Ael. H. A. 15, 10.
Greek (Liddell-Scott)
προτένθης: -ου, ὁ, ὁ προλιχνευόμενος, ἐκ τῶν προτέρων ἀπογευόμενος, λίχνος, λαίμαργος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1198 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.), Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 3, Φιλύλλιος ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke. - Ἐν Ἀθήναις, προτένθαι ἐκαλοῦντο κατὰ παλαιὸν ὄνομα οἱ προαγοράζοντες τὰ τρόφιμα (μεταβολεῖς, παλιγκάπηλοι), πρὶν ἢ ταῦτα κομισθῶσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ μεταπιπράσκοντες αὐτὰ εἰς ἀνωτέραν τιμήν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - παρὰ μεταγεν. = προγεύστης, Ἀθήν. 171Β. - Ἡ λέξις εὕρηται ὡς θηλ. ἐν τῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 10· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 272. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτένθαι· λίχνοι προαρπάζοντες», - κατὰ δὲ Σουΐδ.: «οἱ πρὸ καιροῦ τῶν προσφαγίων ἀπογευόμενοι· ἢ οἱ προαρπάζοντες καὶ μεταπιπρόσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι, οἱ προλαμβάνοντες τὰ ὄψα πρὶν εἰς τὴν ἀγορὰν κομισθῆναι», καί: «προτένθης, ὁ λίχνος».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui déguste d’avance, dégustateur ; particul. à Athènes prêtre analogue au παράσιτος.
Étymologie: πρό, τένθης.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
1. στον πληθ. οἱ, αἱ προτένθαι
α) αυτοί που γιόρτασαν τη γιορτή της Δορπίας
β) (στην αρχαία Αθήνα) εκείνοι που αγόραζαν εκ τών προτέρων τα τρόφιμα προτού αυτά μεταφερθούν στην αγορά και τά πουλούσαν σε ανώτερη τιμή, οι μεταπωλητές
2. ως επίθ. α) αυτός που δοκιμάζει, που γεύεται εκ τών προτέρων
β) άπληστος, λαίμαργος
γ) προγεύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τένθης «λαίμαργος»].
Greek Monotonic
προτένθης: -ου, ὁ, αυτός που γεύεται κάτι από πριν, λιχούδης, λαίμαργος, πολυφαγάς, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-τένθης -ου, ὁ voorproever.
Russian (Dvoretsky)
προτένθης: ου ὁ лакомка, обжора Arph.
Middle Liddell
προ-τένθης, ου, ὁ,
one who picks out the tid-bits, a dainty fellow, gourmand, Ar. [deriv. uncertain]