ἐπικίνδυνος: Difference between revisions
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikindynos | |Transliteration C=epikindynos | ||
|Beta Code=e)piki/ndunos | |Beta Code=e)piki/ndunos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[in danger]], [[insecure]], <span class="bibl">Hdt.6.86</span>.ά; ἐ. ἦν μὴ λαμφθείη <span class="bibl">Id.7.239</span>; πρόσοδοι <span class="bibl">D.36.11</span>; <b class="b3">ἐν ἐπικινδύνῳ</b>, opp. <b class="b3">ἐν τῷ ἀσφαλεῖ</b>, <span class="bibl">Th.1.137</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. [[dangerous]], διδάσκαλοι <span class="bibl">Gorg.<span class="title">Pal.</span>4</span> (Comp.); στρατεῖαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>467d</span>; ἀρρωστίαι Phld.<span class="title">Ir.</span>p.29 W.; δεινὴ καὶ ἐ. ἔρις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 736c</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.6.10</span>; -οτέρα πρᾶξις <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>1.3.19</span>; <b class="b3">τινί</b> to one, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>4.16</span>, <span class="bibl">Th.3.54</span>; <b class="b3">ἐπικίνδυνόν [ἐστι</b>] <b class="b2">there is danger</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 588a10</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span>. Adv. <b class="b3">-νως</b> <b class="b2">with danger</b>, τίκτειν <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>5.55</span>; <b class="b2">at one's</b> [[risk]], <span class="bibl">Th.3.37</span>; <b class="b2">in a precarious</b> or <b class="b2">critical state</b>, κεῖσθαι <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>502</span>; ἔχειν <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>682</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:45, 30 June 2020
English (LSJ)
ον,
A in danger, insecure, Hdt.6.86.ά; ἐ. ἦν μὴ λαμφθείη Id.7.239; πρόσοδοι D.36.11; ἐν ἐπικινδύνῳ, opp. ἐν τῷ ἀσφαλεῖ, Th.1.137. 2. dangerous, διδάσκαλοι Gorg.Pal.4 (Comp.); στρατεῖαι Pl.R.467d; ἀρρωστίαι Phld.Ir.p.29 W.; δεινὴ καὶ ἐ. ἔρις Pl.Lg. 736c, cf. X.Mem.4.6.10; -οτέρα πρᾶξις Id.An.1.3.19; τινί to one, Hp.Aph.4.16, Th.3.54; ἐπικίνδυνόν [ἐστι] there is danger, Arist.HA 588a10. 3. Adv. -νως with danger, τίκτειν Hp.Aph.5.55; at one's risk, Th.3.37; in a precarious or critical state, κεῖσθαι S.Ph.502; ἔχειν E.Fr.682.
German (Pape)
[Seite 949] mit Gefahr verbunden, gefährlich, καὶ δεινὴ ἔρις Plat. Legg. V, 736 c; στρατεῖαι Rep. V, 467 d, in Gefahr schwebend; ἡ Ἰωνίη, entgegengesetzt dem ἀσφαλῶς ἱδρυμένη, Her. 6, 86, 1, wie auch bei Dem. 10, 72 ἀσφαλές entgegengesetzt ist; βίος Lys. 5, 2, wie τὸν βίον καθιστάναι 7, 32; – ἐπικίνδυνον ἦν μὴ λαμφθείη, es war Gefahr, war zu fürchten, daß, Her. 7, 239; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ μὲν ἐμοί, ἐκείνῳ δὲ ἐν ἐπικινδύνῳ ἡ ἀποκομιδὴ ἐγίγνετο Thuc. 1, 137. – Adv. ἐπικινδύνως, Thuc. 3, 37 u. A.; Soph. vrbdt ὡς πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς κεῖται, Alles ist voller Gefahren, Phil. 500.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’est pas en sûreté, précaire : ἐν ἐπικινδύνῳ γίγνεσθαι THC être en danger ; ἐπικίνδυνον ἦν μή HDT il était à craindre que;
2 dangereux, périlleux;
Cp. ἐπικινδυνότερος.
Étymologie: ἐπί, κίνδυνος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπικίνδυνος, -ον) κίνδυνος
1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα»)
2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.)
3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων «επικίνδυνη εγχείρηση, ασθένεια» κ.λπ.)
4. αυτός που διατρέχει κίνδυνο, που η θέση του είναι επισφαλής («αυτή η επιχείρηση μού φαίνεται επικίνδυνη»)
5. φρ. «ἐν ἐπικινδύνῳ» — επισφαλώς, με κινδύνους, επικίνδυνα.
επίρρ...
επικινδύνως, -α
με επικίνδυνο τρόπο, επισφαλώς, με τρόπο που απειλεί αμέσως τη ζωή ατόμου ή ομάδας.
Greek Monotonic
ἐπικίνδῡνος: -ον, αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο, επικίνδυνος, επισφαλής, αβέβαιος, ακροσφαλής, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπο, ἐπικίνδυνος ἦν μὴ λαμφθείη, βρισκόταν σε κίνδυνο μήπως καταληφθεί, σε Ηρόδ.· επίρρ. -νως, σε αβέβαιη ή κρίσιμη κατάσταση, σε Σοφ.· υπό δική μου, προσωπική μου ευθύνη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικίνδῡνος:
1) находящийся в опасности, под угрозой (ἡ Ἰωνίη Her.; βίος Lys.; μόρια τοῦ σώματος Arst.);
2) внушающий опасение: ἐπικίνδυνον ἦν μὴ λαμφθείη Her. существовало опасение, как бы его не поймали;
3) сопряженный с опасностью, опасный (στρατεία Plat.; ἔρις Xen., Plat.).
Middle Liddell
ἐπι-κίνδῡνος, ον
in danger, dangerous, insecure, precarious, Hdt., Thuc., etc.; of a person, ἐπικίνδυνος ἦν μὴ λαμφθείη was in danger of being taken, Hdt.:— adv. -νως, in a precarious or critical state, Soph.: at one's risk, Thuc.