λιπόθηλος: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(23) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lipothilos | |Transliteration C=lipothilos | ||
|Beta Code=lipo/qhlos | |Beta Code=lipo/qhlos | ||
|Definition=ον, (θηλή) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, (θηλή) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[deprived of the breast]], of late-born pigs (μετάχοιρα), which the sows will not suckle, <span class="title">Gp.</span>19.6.8.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:15, 30 June 2020
English (LSJ)
ον, (θηλή)
A deprived of the breast, of late-born pigs (μετάχοιρα), which the sows will not suckle, Gp.19.6.8.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόθηλος: -ον, (θηλὴ) ἐστερημένος τῆς θηλῆς, τοῦ μαστοῦ, ἐπὶ χοιριδίων γεννηθέντων κατὰ τὸν χειμῶνα, ἅπερ ἀπωθοῦσιν αἱ μητέρες αὐτῶν, διότι οἱ μαστοὶ αὐτῶν σπανίζουσι γάλακτος, Γεωπ. 19. 6. 8· πρβλ. μετάχοιρον, λιπογάλακτος.
Greek Monolingual
λιπόθηλος, -ον (Μ)
(για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν κατά τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η μητέρα τους από τη θηλή του μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος της θηλής του μαστού, στερημένος του μαστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(o)- + -θηλος(< θηλή), πρβλ. νεό-θηλος, ομό-θηλος].