λοχεῖος: Difference between revisions
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
m (Text replacement - " . ." to "…") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=locheios | |Transliteration C=locheios | ||
|Beta Code=loxei=os | |Beta Code=loxei=os | ||
|Definition=α, ον, and ος, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[λόχιος]] (q.v.), <b class="b3">λοχείους ἡμέρας</b> days | |Definition=α, ον, and ος, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[λόχιος]] (q.v.), <b class="b3">λοχείους ἡμέρας</b> days [[of thanks for safe delivery]], Plu.2.377c; θυέτωσαν… αἱ τὰ λ. ἐκπορευόμεναι καὶ ζωννύμεναι <span class="title">Milet.</span>1(7).204b9; <b class="b3">λοχεῖα</b> (sc. <b class="b3">χωρία</b>) <b class="b3"> λιποῦσα</b> having left <b class="b2">the place where she bore the child</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1241</span> (lyr.); cf. [[λοχαῖος]]: Subst. <b class="b3">λοχεῖα, τά,</b> = [[λοχεία]] <span class="bibl">1</span>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Mul.</span>1.29</span>, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.5.3.16</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">Λοχεία, ἡ</b>, title of Artemis, = [[Λοχία]], <span class="title">IG</span>9(2).141, 142 (Theb. Phthiot.), <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>36.3</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:50, 30 June 2020
English (LSJ)
α, ον, and ος, ον,
A = λόχιος (q.v.), λοχείους ἡμέρας days of thanks for safe delivery, Plu.2.377c; θυέτωσαν… αἱ τὰ λ. ἐκπορευόμεναι καὶ ζωννύμεναι Milet.1(7).204b9; λοχεῖα (sc. χωρία) λιποῦσα having left the place where she bore the child, E.IT1241 (lyr.); cf. λοχαῖος: Subst. λοχεῖα, τά, = λοχεία 1, Hp. Mul.1.29, Ruf. ap. Orib.5.3.16. 2 Λοχεία, ἡ, title of Artemis, = Λοχία, IG9(2).141, 142 (Theb. Phthiot.), Orph.H.36.3, etc.
Greek (Liddell-Scott)
λοχεῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, = λόχιος, (ὃ ἴδε), λ. ἡμέραι, ἡμέραι εὐχαριστήριοι δι’ εὐτυχῆ τοκετόν, Πλούτ. 2. 377C· λοχεῖα (ἐξυπ. χωρία) λιποῦσα, ἐγκαταλιποῦσα τὸν τόπον ἔνθα ἔτεκε τὸ παιδίον, Εὐρ. Ι. Τ. 1241· πρβλ. λοχαῖος. 2) ἡ Λοχεία, = ἡ Λοχία, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 qui concerne l’accouchement ; τὰ λοχεῖα (χωρία) lieu où se fait l’accouchement;
2 qui préside aux accouchements (Artémis).
Étymologie: λόχος.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λοχεῑος, -ία, -ον θηλ. και -ος)
1. ο τόπος όπου γεννά μια μητέρα (α. «λοχεῑα κλεινὰ λιποῡσα» — αφού εγκατέλειψε τον τόπο όπου γέννησε το παιδί, Ευρ.
β. «αἱ λόχειοι ἡμέραι» — μέρες καθιερωμένες για ευχαριστίες ύστερα από ευτυχή τοκετό, Πλούτ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ. (τὰ λοχεῑα
τα λόχια
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λοχεία
η Λοχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «τοκετός, γέννημα» + κατάλ. -ειος (πρβλ. οικ-είος, σπονδ-είος)].
Greek Monotonic
λοχεῖος: -α, -ον, και λοχεῖος, -ον, = λόχιος, λοχεῖα (ενν. χωρία), τόπος γέννησης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λοχεῖος: и 2 λόχος 8] связанный с родами (τὰς λοχείους ἡμέρας ἑορτάζειν Plut.).
Middle Liddell
λοχεῖος, η, ον = λόχιος, λοχεῖα (sub. χωρία)]
the place of childbirth, Eur.