κυνόπρηστις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(22)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kynopristis
|Transliteration C=kynopristis
|Beta Code=kuno/prhstis
|Beta Code=kuno/prhstis
|Definition=(<b class="b3">-πρῖστις</b> cod.), ιδος, ἡ, (πρήθω) a venomous insect, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">whose sting makes dogs swell up</b> and die, Hsch.; cf. [[βούπρηστις]].</span>
|Definition=(<b class="b3">-πρῖστις</b> cod.), ιδος, ἡ, (πρήθω) a venomous insect, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[whose sting makes dogs swell up]] and die, Hsch.; cf. [[βούπρηστις]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:00, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόπρηστις Medium diacritics: κυνόπρηστις Low diacritics: κυνόπρηστις Capitals: ΚΥΝΟΠΡΗΣΤΙΣ
Transliteration A: kynóprēstis Transliteration B: kynoprēstis Transliteration C: kynopristis Beta Code: kuno/prhstis

English (LSJ)

(-πρῖστις cod.), ιδος, ἡ, (πρήθω) a venomous insect,

   A whose sting makes dogs swell up and die, Hsch.; cf. βούπρηστις.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόπρηστις: -ιδος, ἡ, (πρήθω) ἰοβόλον τι ἔντομον οὗ τὸ δῆγμα οἰδαίνει καὶ φονεύει τοὺς κύνας, Ἡσύχ.· πρβλ. βούπρηστις.

Greek Monolingual

κυνόπρηστις ή κυνόπριστις, -ιδος, ἡ (Α)
δηλητηριώδες σκαθάρι του οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο για τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -πρηστις (< θ. πρη- του πίμπρημι πρβλ. αόρ. πρή-σαι), πρβλ. ναύ-πρηστις].