ἐμπήκτης: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(11) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empiktis | |Transliteration C=empiktis | ||
|Beta Code=e)mph/kths | |Beta Code=e)mph/kths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[one who sticks up judicial notices]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>64.2</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:55, 30 June 2020
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who sticks up judicial notices, Arist.Ath.64.2, al.
German (Pape)
[Seite 812] ὁ, der Gesetze od. Verfügungen der Behörden öffentlich anheftet, um sie bekannt zu machen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπήκτης: -ου, ὁ ἐμπήγων ἐπὶ τοῦ πρὸς τοῦτο ξύλου πινακίδια δικαστικῶν ἀποφάσεων, «ὁ τὰ δικαστικὰ γραμματείδια παρὰ τοῦ θεσμοφόρου λαμβάνων ὑπηρέτης καὶ πήσσων εἰς τὴν κανονίδα» Ἡσύχ., Ἀριστ. Πολιτ. Ἀθηναίων 95. 11., 98. 18 (ἔκδ. Blass).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ jur. clavador, el que introducía los πινάκια de los jurados en las ranuras del κληρωτήριον Arist.Ath.64.2, 65.3, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἐμπήκτης, ο (πληθ. ἐμπῆκται, οι) (Α)
οι πολίτες που βοηθούσαν τους Εννέα άρχοντες για τον σχηματισμό της σύνθεσης τών δικαστηρίων.