καμπή: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kampi | |Transliteration C=kampi | ||
|Beta Code=kamph/ | |Beta Code=kamph/ | ||
|Definition=ἡ, (κάμπτω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[winding]], of a river, <span class="bibl">Hdt.1.185</span>; <b class="b3">Εὐβοΐδα κ</b>., of the Euripus, <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>30</span>; τὰς κ. τῶν Χωρίων <span class="bibl">Aen.Tact.15.6</span>; τόπους καμπὰς ἔχοντας <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>35.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[flexion]], [[bending]], τὰ ἄποδα δυσὶ Χρώμενα προέρχεται καμπαῖς <span class="bibl">Arist.<span class="title">IA</span>707b9</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">HA</span>490a31</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> | |Definition=ἡ, (κάμπτω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[winding]], of a river, <span class="bibl">Hdt.1.185</span>; <b class="b3">Εὐβοΐδα κ</b>., of the Euripus, <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>30</span>; τὰς κ. τῶν Χωρίων <span class="bibl">Aen.Tact.15.6</span>; τόπους καμπὰς ἔχοντας <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>35.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[flexion]], [[bending]], τὰ ἄποδα δυσὶ Χρώμενα προέρχεται καμπαῖς <span class="bibl">Arist.<span class="title">IA</span>707b9</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">HA</span>490a31</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[curved part]], <span class="bibl">Hero<span class="title">Spir.</span>2.16</span>, <span class="bibl">Sor.2.62</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">turning-post in a racecourse</b>, περὶ ταῖσι καμπαῖς ἡνίοχοι πεπτωκότες <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>905</span>; καμπαῖσι δρόμων <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>224</span>(lyr.); <b class="b3">εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν κ</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ion</span>537a</span>: metaph., <b class="b3">μῦθον ἐς καμπὴν ἄγε</b> bring a speech to [[its goal]] (cf. καμπτήρ <span class="bibl">11</span>), <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span> 659</span>; καμπὴν ποιεῖσθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>72b</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> in Music, [[turn]], [[sudden change]], εἴ τις κάμψειέν τινα καμπήν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>969</span>; <b class="b3">ἐξαρμονίους κ</b>. <span class="bibl">Pherecr. 145.9</span>, cf. ib. <span class="bibl">28</span>; καμπαὶ ᾀσμάτων <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VS</span>2.28</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Rhet., [[rounding off]] of a period, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>1.14.4</span>(pl.), <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>10</span>, <span class="bibl">17</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">IV</span> [[bend]] or [[flexure]] of a limb, <b class="b3">τῶν ὤμων, τῶν ἰσχίων, τῶν δακτύλων</b>, etc., <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>498a25</span>sqq., cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>74e</span>; of the skull, <b class="b3">οὐκ ἔχουσα καμπάς</b> ib.<span class="bibl">75c</span>; <b class="b3">οὐλὴ καμπῆ</b> ( -ῇ) Χιρὸς δεξιᾶς <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>7031.5</span> (i A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:15, 30 June 2020
English (LSJ)
ἡ, (κάμπτω)
A winding, of a river, Hdt.1.185; Εὐβοΐδα κ., of the Euripus, A.Fr.30; τὰς κ. τῶν Χωρίων Aen.Tact.15.6; τόπους καμπὰς ἔχοντας Ael.Tact.35.4. 2 flexion, bending, τὰ ἄποδα δυσὶ Χρώμενα προέρχεται καμπαῖς Arist.IA707b9, cf. HA490a31. 3 curved part, HeroSpir.2.16, Sor.2.62. II turning-post in a racecourse, περὶ ταῖσι καμπαῖς ἡνίοχοι πεπτωκότες Ar.Pax905; καμπαῖσι δρόμων E.IA224(lyr.); εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν κ. Pl.Ion537a: metaph., μῦθον ἐς καμπὴν ἄγε bring a speech to its goal (cf. καμπτήρ 11), E.El. 659; καμπὴν ποιεῖσθαι Pl.Phd.72b. III in Music, turn, sudden change, εἴ τις κάμψειέν τινα καμπήν Ar.Nu.969; ἐξαρμονίους κ. Pherecr. 145.9, cf. ib. 28; καμπαὶ ᾀσμάτων Philostr.VS2.28. 2 Rhet., rounding off of a period, Cic.Att.1.14.4(pl.), Demetr.Eloc.10, 17. IV bend or flexure of a limb, τῶν ὤμων, τῶν ἰσχίων, τῶν δακτύλων, etc., Arist.HA498a25sqq., cf. Pl.Ti.74e; of the skull, οὐκ ἔχουσα καμπάς ib.75c; οὐλὴ καμπῆ ( -ῇ) Χιρὸς δεξιᾶς Sammelb.7031.5 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1318] ἡ, die Krümmung, der Bug; ὁ ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος Her. 1, 185; καὶ ἔκτασις Plat. Legg. VII, 795 e; Sp., wie Arist. part. anim. 4, 6; αἱ κατὰ τὰ ῥεῖθρα καμπαί Strab. X, 458; Biegung, Gelenk der Glieder, Arist. Bes. die Umbiegung der Rennbahn, περὶ ταῖσι καμπαῖς ἡνίοχοι πεπτωκότες Ar. Pax 870, wo auch κάμπαις accentuirt ist; καμπαῖσι δρόμων Eur. I. A. 224; εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν καμπὴν ἐν τῇ ἱπποδρομίᾳ Plat. Ion 537 a; καμπὴν ποιεῖσθαι, umbiegen u. zurücklaufen oder -fahren; übertr., in der Rede, Phaed. 72 b; πάλιν τοι μῦθον ἐς καμπὴν ἄγε Eur. El. 659; vom Gesange, εἴ τις κάμψειέν τινα καμπήν Ar. Nubb. 956, künstliche Schnörkel, Rouladen machen; ἐξαρμονίους καμπὰς ποιεῖν Phereer. bei Plut. de music. 30; bei den Rhett. von der Abrundung der Perioden, conversio.
Greek (Liddell-Scott)
καμπή: ἡ, (ἴδε κάμπτω) ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ ποταμοῦ, ὡς ὁ ποταμὸς βραδύτερος εἴη περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος Ἡρόδ. 1. 185· Εὐβοΐδα καμπήν, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 27. ΙΙ. ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ τὸ μέρος ἔνθα κάμπτουσι τὰ ἅρματα, ἐν τῷ ἀγῶνι, ὁ καμπτήρ, Λατ. flexus, curriculi, περὶ ταῖσι καμπαῖς ἡνίοχοι πεπτωκότες Ἀριστοφ. Εἰρ. 904· καμπαῖσι δρόμων συμφοραῖς Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 224· εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν κ. Πλάτ. Ἴων 537Α· μεταφ., μῦθον ἐς καμπὴν ἄγειν, ἄγειν τὸν λόγον εἰς τὸ μέσον, εἰς τὸ σημεῖον τῆς στροφῆς, Εὐρ. Ἠλ. 659· οὕτω, καμπὰς ποιεῖσθαι Πλάτ. Φαίδ. 72Β· πρβλ. κάμπτω ΙΙ, καμπτήρ ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, στροφή, αἰφνίδιος μεταβολή, καμπαὶ ᾀσμάτων Φιλόστρ. 620· ἴδε ἐν λ. κακότεχνος, καὶ πρβλ. κάμπτω ΙΙΙ, κατακάμπτω: ὡσαύτως ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ στροφὴ προτάσεως, Δημήτρ. Φαληρ. § 17. IV. ἡ κάμψις ἢ τὸ λύγισμα μέλους, τῶν δακτύλων, τῶν ὤμων, τῶν ἰσχίων, τῶν βραχιόνων, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 26, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, οὐκ ἔχουσα καμπὰς Πλάτ. Τίμ. 75C, πρβλ. 74Ε· ἴδε κάμπτω Ι.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
courbure, d’où
I. au pr. 1 courbe, sinuosité (d’une rivière, etc.);
2 flexion, articulation d’un membre;
3 point de la carrière où l’on détourne le char pour le ramener ; fig. but à atteindre;
II. p. anal. flexion, inflexion de la voix ; p. ext. ornement, broderie.
Étymologie: R. Καμπ, v. κάμπτω.
Greek Monolingual
η (AM καμπή) κάμπτω
(για ποτάμια, οδούς κ.ά.) το σημείο όπου κάμπτεται κάτι, όπου αλλάζει κατεύθυνση, στροφή, στρίψιμο, γύρισμα
μσν.-αρχ.
κύρτωμα, καμπούρα
αρχ.
1. (για ιππόδρομο) το μέρος όπου έκαναν στροφή τα άρματα, η στροφή γύρω από τον καμπτήρα του ιπποδρόμου, γύρισμα
2. (για μέλη του σώματος) κάμψη, κύρτωμα, λύγισμα
3. μουσ. αιφνίδια στροφή, μεταβολή
4. (ρητ. για περιόδους) η στροφή της προτάσεως
5. (τεχν.) το κυρτούμενο μέρος.
Greek Monotonic
καμπή: ἡ, (κάμπτω),
I. καμπύλη, στροφή, λέγεται για ποτάμι, σε Ηρόδ.
II. στροφή, γωνία ιπποδρόμου στην οποία στρίβουν τα άρματα κατά τη διάρκεια του αγώνα, σε Αριστοφ.· μεταφ., μῦθον ἐς καμπὴν ἄγειν, οδηγώ το λόγο στην μέση του ή σε σημείο μετάβασης της δράσης, σε Ευρ.· καμπὰς ποιεῖσθαι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καμπή: ἡ
1) изгиб, излучина: ὁ ποταμὸς περὶ πολλὰς καμπὰς ἀγνύμενος Her. река, текущая многочисленными изломами;
2) поворот: καμπαῖσι δρόμων Eur. на поворотах дорог; εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν καμπὴν Plat. быть осторожным на повороте; καμπὴν ποιεῖσθαι Plat. сделать поворот, т. е. вернуться назад; πάλιν τοι μῦθον ἐς καμπὴν ἄγε Eur. верни свою речь к повороту, т. е. скажи, к чему клонится твоя речь;
3) сгиб, сочленение, сустав (τῶν δακτύλων, τῶν βραχιόνων Arst.);
4) сгибание: κ. καὶ ἔκτασις Plat. сгибание и разгибание (тела);
5) муз. переход, перелив, рулада (καμπὰς ποιεῖν Plut.): κάμπτειν τινὰ καμπήν Arph. выводить какую-л. руладу.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καμπή -ῆς, ἡ [κάμπτω] bocht:; ποταμὸς βραδύτερος... περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος de rivier werd trager doordat de stroming gebroken werd door talrijke bochten Hdt. 1.185.6; keerpunt:; εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν καμπήν goed opletten bij het keerpunt Plat. Ion 537a; overdr.: μῦθον εἰς καμπὴν ἄγε breng je verhaal tot de (beslissende) wending Eur. El. 659. buiging, van ledematen:; τῶν... μελῶν... τὸ προσῆκον καμπῆς de passende vorm van buigen van de ledematen Plat. Lg. 795e; muz. stembuiging:. κάμπτειν τινα καμπήν een speciale stembuiging doen Aristoph. Nub. 969.
Middle Liddell
καμπή, ἡ, κάμπτω
I. a bending, winding, of a river, Hdt.
II. the turning in a race-course, turning-post, Ar.: metaph., μῦθον ἐς καμπὴν ἄγειν to bring a speech to its middle or turning point, Eur.; καμπὰς ποιεῖσθαι Plat.