μετατρέπω: Difference between revisions
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metatrepo | |Transliteration C=metatrepo | ||
|Beta Code=metatre/pw | |Beta Code=metatre/pw | ||
|Definition=Aeol. πεδατρέπω Alc.<span class="title">Supp.</span>28.10:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[overthrow]], l.c. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=Aeol. πεδατρέπω Alc.<span class="title">Supp.</span>28.10:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[overthrow]], l.c. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[turn back]] or [[away]], <b class="b3">μοῖραν -τρᾰπεῖν</b> (aor. 2 inf.) <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>177</span>; μετὰ δ' ὑμέας ἔτραπεν αἶσα <span class="bibl">A.R.3.261</span>; οὐ μετέτρεψέ σε πρωτότοκος ἀποπνέων <span class="bibl">LXX<span class="title">4 Ma.</span>15.18</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[change]], νόημα <span class="title">AP</span>9.114 (Parmen.):—Pass., <b class="b3">ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος -τραπήτω</b> v.l. in <span class="bibl"><span class="title">Ep.Jac.</span>4.9</span>; <b class="b3">μετατραπεὶς τῇ διανοίᾳ</b> Aristeas<span class="bibl">99</span> (<b class="b3">μετατραπείς</b> seems to be corrupt in Plu.2.154e). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Med., <b class="b2">turn oneself round, turn round</b>, <b class="b3">θάμβησεν δ' Ἀχιλεύς, μετὰ δ' ἐτράπετ</b>' <span class="bibl">Il.1.199</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Med. with aor. 2 Pass. <b class="b3">μετετράπην</b>, <b class="b2">look back to, care for, show regard for</b>, c. gen., Τρώων, τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις <span class="bibl">1.160</span>, cf.<span class="bibl">12.238</span>; σχέτλιος, οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος <span class="bibl">9.630</span>: c. acc., οὐ μετετράπη τὸν λογισμόν <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>7.12</span>.—Not in Prose before Aristeas.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:15, 30 June 2020
English (LSJ)
Aeol. πεδατρέπω Alc.Supp.28.10:—
A overthrow, l.c. 2 turn back or away, μοῖραν -τρᾰπεῖν (aor. 2 inf.) Pi.Fr.177; μετὰ δ' ὑμέας ἔτραπεν αἶσα A.R.3.261; οὐ μετέτρεψέ σε πρωτότοκος ἀποπνέων LXX4 Ma.15.18. 3 change, νόημα AP9.114 (Parmen.):—Pass., ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος -τραπήτω v.l. in Ep.Jac.4.9; μετατραπεὶς τῇ διανοίᾳ Aristeas99 (μετατραπείς seems to be corrupt in Plu.2.154e). II Med., turn oneself round, turn round, θάμβησεν δ' Ἀχιλεύς, μετὰ δ' ἐτράπετ' Il.1.199, etc. 2 Med. with aor. 2 Pass. μετετράπην, look back to, care for, show regard for, c. gen., Τρώων, τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις 1.160, cf.12.238; σχέτλιος, οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος 9.630: c. acc., οὐ μετετράπη τὸν λογισμόν LXX 4 Ma.7.12.—Not in Prose before Aristeas.
German (Pape)
[Seite 155] umwenden, umkehren, Sp. – Häufiger im pass., sich umwenden, umkehren, μετὰ δ' ἐτράπετο Il. 1, 199, μετατραπείς Plut. Sept. sap. conv. 11. – Gew. übertr., sich an Etwas kehren, c. gen., τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις, Il. 1, 160. 12, 238, φιλότητος ἑταίρων, 9, 630; Ap. Rh. 4, 358.
Greek (Liddell-Scott)
μετατρέπω: μέλλ. -ψω, τρέπω ὀπίσω ἢ μακράν, μοῖραν Πινδ. Ἀποσπ. 164· μετὰ δ’ ὑμέας ἔτραπεν αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στρέφομαι, ὀπίσω, «γυρίζω», θάμβησεν δ’ Ἀχιλεύς, μετὰ δ’ ἐτράπετ’ Ἰλ. Α. 199, κτλ. 2) βλέπω πρὸς τὰ ὀπίσω, φροντίζω περί τινος, Τρώων, τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ’ ἀλεγίζεις Α. 160, πρβλ. Μ. 238· σχέτλιος οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος Ι. 630 (623)· πρβλ. ἐντρέπω ΙΙ. 2, ἐπιστρέφω ΙΙ. 3, μεταστρέφω ΙΙ. 2. - Τὸ σύνθετον τοῦτο φαίνεται ὅτι δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.
English (Slater)
μετατρέπω
1 change πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a.
Greek Monolingual
(ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω)
1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο του σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ)
2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν μετατραπεῑν», Πίνδ.)
νεοελλ.-μσν.
(το μέσ.) μετατρέπομαι
αλλάζω προς το χειρότερο
μσν.
1. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, ιδέες ή πίστη
2. αλλάζω γνώμη, μετανιώνω
3. φρ. «μετατρέπομαι πρὸς ὕπνον» — κοιμάμαι
4. (σχετικά με εξουσία ή κατοχή) ανατρέπω, καταλύω
5. (το μέσ.) στρέφομαι σε κάτι άλλο
αρχ.
(το μέσ.) α) στρέφομαι, γυρίζω προς τα πίσω («θάμβησεν δ' Αχιλλεύς, μετά δ' ἐτράπετ'»
Ομ. Ιλ.)
β) φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + τρέπω
ο τ. μετατέρπομαι με αναγραμματισμό].
Russian (Dvoretsky)
μετατρέπω:
1) поворачивать назад (μοῖραν Pind.): μετὰ δ᾽ ἐτράπετο Hom. назад обернулся (Ахилл); μετατραπεὶς ἀπεφῄνατο Plut. обернувшись, он сказал;
2) med. обращать внимание, придавать значение: τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ᾽ ἀλεγίζεις Hom. на это ты никакого внимания не обращаешь.
Chinese
原文音譯:metastršfw 姆他-士特雷賀
詞類次數:動詞(3)
原文字根:(以後)-轉
字義溯源:更變,變化,變,更改;由(μετά)*=同)與(στρέφω)=扭轉)組成;其中 (στρέφω)出自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)。參讀 (ἀλλάσσω)同義字參讀 (διαστρέφω)同義字
出現次數:總共(2);徒(1);加(1)
譯字彙編:
1) 更改了(1) 加1:7;
2) 要變(1) 徒2:20