προσπαθής: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prospathis | |Transliteration C=prospathis | ||
|Beta Code=prospaqh/s | |Beta Code=prospaqh/s | ||
|Definition=ές, (πάθος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[impressionable]], <span class="bibl">Plot.4.3.11</span>; | |Definition=ές, (πάθος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[impressionable]], <span class="bibl">Plot.4.3.11</span>; [[warmly attached]], <b class="b3">τὸ παρ' ἡμῶν π</b>. our [[affection]] for them, <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>11p.443M.</span>, cf. Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.165</span>. Adv. -θῶς, λουτροῖς π. ἔχειν <span class="bibl">Eust.18.41</span>: Comp. -έστερον Pythag.<span class="title">Ep.</span>5.5 (Theano). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Adv. <b class="b3">-θῶς</b> [[with prejudice]], <b class="b3">ἱστορεῖν</b> Gal 1.146.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:45, 1 July 2020
English (LSJ)
ές, (πάθος)
A impressionable, Plot.4.3.11; warmly attached, τὸ παρ' ἡμῶν π. our affection for them, Hierocl. in CA11p.443M., cf. Sch.Pi.P.2.165. Adv. -θῶς, λουτροῖς π. ἔχειν Eust.18.41: Comp. -έστερον Pythag.Ep.5.5 (Theano). II Adv. -θῶς with prejudice, ἱστορεῖν Gal 1.146.
German (Pape)
[Seite 776] ές, Leidenschaft für eine Sache hegend, leidenschaftliche Zuneigung zu einem Gegenstande habend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσπᾰθής: -ές, (πάθος), ὁ θερμῶς ἀφωσιωμένος, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Π. 2. 165. Ἐπίρρ. -θῶς, Κλήμ. Ἀλ. 554, 557· π. ἔχειν τινὶ Εὐστ. 18. 41.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ προσπαθές
η μεροληψία
αρχ.
1. αυτός που είναι αφοσιωμένος με πάθος σε κάποιον ή αυτός που νιώθει σφοδρή επιθυμία για κάποιον ή για κάτι
2. ο δεκτικός εντυπώσεων
3. το ουδ. ως ουσ. η αφοσίωση.
επίρρ...
προσπαθῶς ΜΑ
με σφοδρή αγάπη και επιθυμία, περιπαθώς
αρχ.
με προκατάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. συμ-παθής].