κέγχρινος: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kegchrinos | |Transliteration C=kegchrinos | ||
|Beta Code=ke/gxrinos | |Beta Code=ke/gxrinos | ||
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[made of millet]], κ. ἄλευρον Dsc.5.3, cf.Gal.6.519; <b class="b3">ἡ κεγχρίνη</b> <b class="b2">millet-pottage</b>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:55, 1 July 2020
English (LSJ)
η, ον,
A made of millet, κ. ἄλευρον Dsc.5.3, cf.Gal.6.519; ἡ κεγχρίνη millet-pottage, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1410] von Hirse gemacht, Diosc.; ἡ κεγχρίνη, Hirsebrei, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κέγχρῐνος: -η, -ον, ἐκ κέγχρου παρεσκευασμένος, κ. ἄλευρον, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.·- ἡ κεγχρίνη, ἕψημα. πόλτος, «σοῦπα» ἐκ κέγχρου, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κέγχρινος, -ίνη, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει παρασκευαστεί από κεχρί
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κεχρίνη
σούπα από κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, -ο + επίθημα -ινος (πρβλ. πήλ-ινος, σάρκ-ινος)].