κορικός: Difference between revisions
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
(21) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=korikos | |Transliteration C=korikos | ||
|Beta Code=koriko/s | |Beta Code=koriko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[παρθενικός]], [[χιτών]] <span class="title">Schwyzer</span> 462 <span class="title">B</span> 29 (Tanagra, iii B. C.), cf. <span class="bibl">Poll.2.17</span>. Adv. -<b class="b3">κῶς</b> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[παρθενικός]], [[χιτών]] <span class="title">Schwyzer</span> 462 <span class="title">B</span> 29 (Tanagra, iii B. C.), cf. <span class="bibl">Poll.2.17</span>. Adv. -<b class="b3">κῶς</b> [[like a girl]], τρυφᾶν <span class="bibl">Ph.2.89</span>; βαδίζειν <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>2.38</span>; αἰσχύνεσθαι <span class="bibl">Alciphr.3.2</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">Eust.1571.43</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[belonging to Kore]], πεπλοποιία <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>339</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:25, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A = παρθενικός, χιτών Schwyzer 462 B 29 (Tanagra, iii B. C.), cf. Poll.2.17. Adv. -κῶς like a girl, τρυφᾶν Ph.2.89; βαδίζειν Ael.NA2.38; αἰσχύνεσθαι Alciphr.3.2: Comp. -ώτερον Eust.1571.43. II belonging to Kore, πεπλοποιία Dam.Pr.339.
Greek (Liddell-Scott)
κορῐκός: -ή, -όν, παρθενικός, Πολυδ. Β΄, 17· ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς κοράσιον, βαδίζειν Αἰλ. π. Ζ. 2. 38· αἰσχύνεσθαι Ἀλκίφρ. 3. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κορικός, -ή, -όν) κόρη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, κοριτσίστικος, παρθενικός
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κόρη του ματιού («κορικός υμένας»)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρη, στην Περσεφόνη.
επίρρ...
κορικῶς (Α)
με τον τρόπο κοριτσιού, σαν κορίτσι.