στροφάλιγξ: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strofaligks
|Transliteration C=strofaligks
|Beta Code=strofa/ligc
|Beta Code=strofa/ligc
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ιγγος, ἡ,</b> (στρέφω, στροφαλίζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[whirl]], [[eddy]], ἐν στροφάλιγγι κονίης <span class="bibl">Il.16.775</span>, <span class="bibl">Od.24.39</span>; <b class="b3">μετὰ σ. κ</b>. <span class="bibl">Il.21.503</span>; ἀελλάων <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.446</span>; καπνοῖο <span class="bibl">A.R.4.140</span>; of water in a bucket, <span class="bibl">Id.3.759</span>; of an earthquake, <span class="bibl">Q.S.3.64</span>: metaph., σ. μάχης <span class="title">AP</span>7.226 (= <span class="bibl">Anacr. 100</span>); <b class="b3">ἄοκνος σ</b>., of existence, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>148</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[curve]], [[bend]], <span class="bibl">D.P. 162</span>,<span class="bibl">584</span>, <span class="bibl">Q.S.8.236</span>; [[orbit]] of a heavenly body, <span class="bibl">Arat.43</span>, Orph.<span class="title">Fr.</span> <span class="bibl">236</span>; of the bowels, Androm. ap. Gal.14.34. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[anything of a round shape]], e.g. <b class="b2">a cheese</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>697</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> = [[στρόφιγξ]], [[pivot]], [[hinge]], Epigr. in <span class="title">An.Par.</span>4.385.</span>
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ιγγος, ἡ,</b> (στρέφω, στροφαλίζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[whirl]], [[eddy]], ἐν στροφάλιγγι κονίης <span class="bibl">Il.16.775</span>, <span class="bibl">Od.24.39</span>; <b class="b3">μετὰ σ. κ</b>. <span class="bibl">Il.21.503</span>; ἀελλάων <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.446</span>; καπνοῖο <span class="bibl">A.R.4.140</span>; of water in a bucket, <span class="bibl">Id.3.759</span>; of an earthquake, <span class="bibl">Q.S.3.64</span>: metaph., σ. μάχης <span class="title">AP</span>7.226 (= <span class="bibl">Anacr. 100</span>); <b class="b3">ἄοκνος σ</b>., of existence, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>148</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[curve]], [[bend]], <span class="bibl">D.P. 162</span>,<span class="bibl">584</span>, <span class="bibl">Q.S.8.236</span>; [[orbit]] of a heavenly body, <span class="bibl">Arat.43</span>, Orph.<span class="title">Fr.</span> <span class="bibl">236</span>; of the bowels, Androm. ap. Gal.14.34. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[anything of a round shape]], e.g. [[a cheese]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>697</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> = [[στρόφιγξ]], [[pivot]], [[hinge]], Epigr. in <span class="title">An.Par.</span>4.385.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:25, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφάλιγξ Medium diacritics: στροφάλιγξ Low diacritics: στροφάλιγξ Capitals: ΣΤΡΟΦΑΛΙΓΞ
Transliteration A: strophálinx Transliteration B: strophalinx Transliteration C: strofaligks Beta Code: strofa/ligc

English (LSJ)

[ᾰ], ιγγος, ἡ, (στρέφω, στροφαλίζω)

   A whirl, eddy, ἐν στροφάλιγγι κονίης Il.16.775, Od.24.39; μετὰ σ. κ. Il.21.503; ἀελλάων Opp.H.1.446; καπνοῖο A.R.4.140; of water in a bucket, Id.3.759; of an earthquake, Q.S.3.64: metaph., σ. μάχης AP7.226 (= Anacr. 100); ἄοκνος σ., of existence, Dam.Pr.148.    II curve, bend, D.P. 162,584, Q.S.8.236; orbit of a heavenly body, Arat.43, Orph.Fr. 236; of the bowels, Androm. ap. Gal.14.34.    III anything of a round shape, e.g. a cheese, Nic.Th.697.    IV = στρόφιγξ, pivot, hinge, Epigr. in An.Par.4.385.

German (Pape)

[Seite 956] ιγγος, ἡ, Wirbel, κονίης, Staubwirbel, Il. 16, 775. 21, 503 Od. 24, 39; μάχης, Anacr. 13 (VII, 226); – Krümmung, Bug, D. Per. 162. 584; – auch vom Kreislaufe der Gestirne, Arat. 43. – Uebh. alles Kreisförmige, z. B. ein runder Käse, Nic. 697, γάλακτος ξηροῦ; u. dei Orph. Arg. 532 δεσμοῖσιν ὠκείης στροφάλιγγος ἀρηρότες ἐσφίγγοντο κάλωες. umschlingendes Band. – Auch dasjenige, um das sich etwas Anderes dreht, wie dic Thürangel, die Wagenachse.

Greek (Liddell-Scott)

στροφάλιγξ: [ᾰ], -ιγγος, ἡ, (στρέφω, στροφαλίζω)· - δίνη, περιστροφή, μετὰ στροφάλιγγι κονίης Ἰλ. Π. 775, Φ. 505, Ὀδ. Ω. 39· ἀελλάων Ὀππ. Ἁλ. 1. 446· καπνοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 140· ἐπὶ ὕδατος ἐντὸς ἀντλήματος, αὐτόθι Γ. 759· - με αφορ., στρ. μάχης Ἀνθ. Π. 7. 226. ΙΙΙ. καμπή, Διον. Π. 162, 584· ὡσαύτως, ἡ τροχιὰ ἀστέρος, Ἄρατ. 443. ΙΙΙ. πρᾶγμα ἔχον στρογγύλον σχῆμα, π.χ. τυρός, Νικ. Θηρ. 697. IV. ὡς τὸ στρόφιγξ, πρᾶγμα, ἐφ’ οὗ στρέφεταί τι, Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Κραμήρ. ἐν Ἀνεκδ. Παρ. 4. 385, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
tourbillon.
Étymologie: στρέφω.

English (Autenrieth)

λιγγος (στρέφω): eddy, whirl, of dust.

Greek Monolingual

-ιγγος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγιος τ.) στρ. μεταλλική ή ξύλινη προεξοχή στις δύο πλευρές του σωλήνα πυροβόλου η οποία επιτρέπει την περιστροφή του σωλήνα, ώστε να μπορεί αυτός να πάρει συγκεκριμένη κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο
αρχ.
1. περιστροφή, δίνη
2. καμπύλωμα, καμπή σε σχήμα τόξου
3. τροχιά αστέρα
4. κάθε σφαιρικό ή κυκλοτερές αντικείμενο, όπως λ.χ. το στρογγυλό κεφάλι τυριού
5. κυλινδρικός άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται κάτι, στρόφιγγα
6. μτφ. μάχη, πόλεμος
7. φρ. α) «στροφάλιγξ κονίης» — στρόβιλος σκόνης (Ομ. Οδ.)
β) «στροφάλιγξ άελλῶν» — ανεμοστρόβιλος (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στροφός ή στροφή + επίθημα -αλ-ιγξ (με επέκταση -αλ-), πρβλ. ῥαθάμ-ιγξ].

Greek Monotonic

στροφάλιγξ: [ᾰ], -ιγγος, ἡ (στροφαλίζω), δίνη, περιστροφή, στροβιλισμός, σε Όμηρ.· μεταφ., στροφάλιγξ μάχης, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροφάλιγξ -ιγγος, ἡ [~ στρέφω] werveling, dwarreling:. σ. κονίης dwarreling van stof, stofwolk.

Russian (Dvoretsky)

στροφάλιγξ: ιγγος (ᾰ) ἡ вихрь, смерч: σ. κονίης Hom. крутящийся песок; ἐν στροφάλιγγι μάχης Anth. в вихре боя.

Frisk Etymological English

στρόφιγξ See also: s. στρέφω.

Middle Liddell

στροφά˘λιγξ, ιγγος, στροφαλίζω
a whirl, eddy, Hom.:—metaph., στρ. μάχης Anth.

Frisk Etymology German

στροφάλιγξ: στρόφιγξ
{stropháligks}
See also: s. στρέφω.
Page 2,811