πισσίτης: Difference between revisions
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
(3b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pissitis | |Transliteration C=pissitis | ||
|Beta Code=pissi/ths | |Beta Code=pissi/ths | ||
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[flavoured with pitch]], οἶνος <span class="bibl">Str.4.6.2</span>, Dsc.5.38, Plu.2.676c.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:45, 1 July 2020
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A flavoured with pitch, οἶνος Str.4.6.2, Dsc.5.38, Plu.2.676c.
German (Pape)
[Seite 619] ὁ, οἶνος, mit Pech angemachter, versetzter Wein, Plut. Symp. 5, 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
πισσίτης: [ῑ], ὁ, παρεσκευασμένος διὰ πίσσης, οἶνος Διοσκ. 5. 48, Στράβ. 202.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
(ιδίως για το κρασί) παρασκευασμένος με πίσσα, αυτός που για την παρασκευή του χρησιμοποιείται και πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σελην-ίτης)].
Russian (Dvoretsky)
πισσίτης: ου (σῑ) adj. m смолистый (οἶνος Plut.).