πορεία: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poreia | |Transliteration C=poreia | ||
|Beta Code=porei/a | |Beta Code=porei/a | ||
|Definition=ἡ, (<b class="b3">πορεύω</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, (<b class="b3">πορεύω</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[mode of walking]] or [[running]], [[gait]], <span class="bibl">Democr.126</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>190b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ti.</span>45a</span>; τὰ ὀργανικὰ μέρη τῆς π. <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>432b26</span>; <b class="b3">περὶ πορείας ζῴων</b>, title of work by Aristotle. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[journey]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>823</span>, al.; ἡ ἐκεῖσε π. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>107d</span>; ἡ κατὰ τὰ ἄγκη π. <span class="bibl">Id.<span class="title">Cra.</span>420e</span>; αἱ κατὰ γῆν π. <span class="bibl">Isoc.1.19</span>; <b class="b3">ἡ εἰς Ἅιδου, εἰς Πέρσας π</b>., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>115a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.5.1</span>: metaph., π. ἕως εἰς ἄπειρον [[processus ad infinilum]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Mort.</span>19</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> in military sense, [[march]], <span class="bibl">Th.2.18</span>; κατὰ θάλατταν τὴν π. ποιεῖσθαι <span class="bibl">X. <span class="title">An.</span>5.6.11</span>; π. ἀνύτειν <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>8.6.18</span>; <b class="b3">ἰέναι</b> ib.<span class="bibl">5.2.31</span> (nisi leg. <b class="b3">εἶναι</b>) ; ἐκ π. μάχεσθαι Plu.2.198b; [[order of march]], Ascl.<span class="title">Tact.</span>11 tit., <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span> 28.1</span>, al. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> generally, [[course]] taken by a person, etc., <span class="bibl">Antipho 3.2.4</span>; ἡ[τοῦ κόσμου] π. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>274a</span>; of the sun, <span class="title">Hymn.Is.</span>32 (pl.), <span class="bibl">Eudox. <span class="title">Ars</span> 2.15</span>; χρόνου π. <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>50</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> [[travelling expenses]], IG22.1.34, <span class="bibl"><span class="title">PRev.Laws</span> 50.11</span> (iii B.C., pl.), <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>1.43.8</span>(ii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">5</span> [[visitation]], [[inspection]], οἰκοπέδων <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>83.1</span>(ii/iii A.D.), etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:55, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ, (πορεύω
A mode of walking or running, gait, Democr.126, Pl.Smp.190b, Ti.45a; τὰ ὀργανικὰ μέρη τῆς π. Arist.de An.432b26; περὶ πορείας ζῴων, title of work by Aristotle. II journey, A.Pr.823, al.; ἡ ἐκεῖσε π. Pl.Phd.107d; ἡ κατὰ τὰ ἄγκη π. Id.Cra.420e; αἱ κατὰ γῆν π. Isoc.1.19; ἡ εἰς Ἅιδου, εἰς Πέρσας π., Pl.Phd.115a, X.Cyr.8.5.1: metaph., π. ἕως εἰς ἄπειρον processus ad infinilum, Phld.Mort.19. 2 in military sense, march, Th.2.18; κατὰ θάλατταν τὴν π. ποιεῖσθαι X. An.5.6.11; π. ἀνύτειν Id.Cyr.8.6.18; ἰέναι ib.5.2.31 (nisi leg. εἶναι) ; ἐκ π. μάχεσθαι Plu.2.198b; order of march, Ascl.Tact.11 tit., Arr.Tact. 28.1, al. 3 generally, course taken by a person, etc., Antipho 3.2.4; ἡ[τοῦ κόσμου] π. Pl.Plt.274a; of the sun, Hymn.Is.32 (pl.), Eudox. Ars 2.15; χρόνου π. Procl.Inst.50. 4 travelling expenses, IG22.1.34, PRev.Laws 50.11 (iii B.C., pl.), PGrenf.1.43.8(ii B.C.). 5 visitation, inspection, οἰκοπέδων BGU83.1(ii/iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 682] ἡ, das Gehen, der Gang, Plat. Conv. 190 a Tim. 45 a, Plut. Pericl. 5; die Reise, Aesch. Prom. 735. 843, oft in Prosa, ἡ ἐκεῖσε πορεία Plat. Phaed. 107 d, ἐκ πολλῆς πορείας ἥκειν Rep. X, 614 e, ἡ κατὰ τὰ ἄγκη πορεία Crat. 420 e; ὑπὸ γῆς, Phaedr. 256 d; εἰς Ἅιδου, Phaed. 115 a; vom Heere, der Marsch, Xen. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
πορεία: ἡ, (πορεύω) περιπάτημα, τρόπος τοῦ περιπατεῖν ἢ τρέχειν, βάδισμα, Λατ. incessus, Πλάτ. Συμπ. 190Β, Τίμ. 45Α· τὰ ὀργανικὰ μέρη τῆς π. Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 9, 6· ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν περὶ ζῴων πορείας. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, τὸ πορεύεσθαι, ταξίδιον, ὁδός, διάβασις, Αἰσχύλ. Πρ. 823· ἡ ἐκεῖσε π. Πλάτ. Φαίδων 107D· ἡ κατὰ τὰ ἄγκη π. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 420Ε· αἱ κατὰ γῆν π. Ἰσοκρ. 6Α· ἡ εἰς Ἅιδου, εἰς Πέρσας π. Πλάτ. Φαίδων 115Α, κτλ. 2) ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, στρατιωτικὴ πορεία, Θουκ. 2. 18· κατὰ θάλατταν π. ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 11· π. ἀνύτειν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8, 6, 18· ἰέναι αὐτόθι 5. 2, 31· ἐκ π. μάχεσθαι, Λατ. ex itinere, Πλούτ. 2. 198Β. 3) διάβασις θαλασσίου πόρου, Αἰσχ. Πρ. 733, 823, 841. 4) καθόλου, ἡ πορεία, διεύθυνσις ἣν λαμβάνει ἄνθρωπός τις, βέλος τι, κτλ., Ἀντιφῶν 121. 28, Πλάτ. Πολιτικ. 274Α· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 32.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de marcher ; marche, trajet, voyage ; particul. marche d’une armée, expédition;
2 passage, particul. détroit.
Étymologie: πορεύω.
English (Strong)
from πορεύομαι; travel (by land); figuratively (plural) proceedings, i.e. career: journey(-ing), ways.
English (Thayer)
πορείας, ἡ (πορεύω), from Aeschylus down; the Sept. for הֲלִיכָה; a journey: ποιέω, I:3); Hebraistically (see ὁδός, 2a.), a going i. e. purpose, pursuit, undertaking: James 1:11.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πορεύω
1. βάδιση, περπάτημα όδευση
2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα της βάδισης του πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.)
3. η διάβαση θαλάσσιου πόρου, ο διάπλους
4. η διεύθυνση που λαμβάνει ένα αντικείμενο όταν ρίχνεται (εἰ μὲν γὰρ τὸ ἀκόντιον ἔξω τῶν ὅρων τῆς αὐτοῦ πορείας... ἐξενεχθέν», Αντιφ.)
5. τροχιά ουράνιου σώματος
νεοελλ.
1. η διεύθυνση που ακολουθεί το πλοίο για να μεταβεί σε ορισμένο σημείο ή η διεύθυνση που έχει η πρώρα του πλοίου κάθε στιγμή, πλεύση, ρότα
2. διαδήλωση πλήθους ανθρώπων
3. βαθμιαία μεταβολή κατάστασης ή θέσης («η πορεία της δίκης»)
4. γραμμή που χαράσσεται πάνω στον αεροπορικό ή στον ναυτικό χάρτη, την οποία θα ακολουθήσει το αεροπλάνο ή το πλοίο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του
5. φρ. «φύλλο πορείας» — έγγραφο με το οποίο παρέχεται άδεια ή δίνεται διαταγή σε στρατιωτικό να μεταβεί κάπου
αρχ.
1. οδοιπορία στρατιωτικών δυνάμεων
2. παρέλευση χρόνου
3. επιθεώρηση, εποπτεία
4. τα έξοδα διακίνησης
6. φρ. α) «Περί ζώων πορείας» — τίτλος έργου του Αριστοτέλη
β) «ἐκ πορείας μάχομαι» — μάχομαι καθ' οδόν.
Greek Monotonic
πορεία: ἡ (πορεύω),
I. περίπατος, τρόπος βαδίσματος ή τρεξίματος, πορεία, σε Πλάτ.
II. 1. δρόμος, ταξίδι, πορεία, πέρασμα, σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. πορεία, σε Θουκ., Ξεν.
3. πέρασμα νερού, δίοδος, αυλάκι, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πορεία: ἡ
1) ход, походка Plat.: περὶ πορείας ζῴων передвижение животных (название сочинения Аристотеля);
2) путь, путешествие, поездка (ἡ εἰς Πέρσας π. Plat.);
3) воен. поход, переход Thuc., Xen., Plut.;
4) направление, путь, орбита (sc. τοῦ κόσμου Plat.);
5) жизненный путь (ἐν ταῖς πορείαις μαραίνεσθαι NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορεία -ας, ἡ [πορεύω] manier van voortbewegen:; περιφερῆ δὲ δὴ ἦν καὶ αὐτὰ καὶ ἡ πορεία αὐτῶν zijzelf en hun manier van bewegen waren cirkelvormig Plat. Smp. 190b; overdr.. ὁ πλούσιος ἐν ταῖς πορεῖαις αὐτοῦ de rijkaard in zijn ondernemingen NT Iac. 1.11. reis, tocht; milit. mars, expeditie; baan, traject:. αὐτοκράτορα εἶναι τῆς αὑτοῦ πορείας alleen heerser te zijn van zijn eigen baan (van de kosmos) Plat. Plt. 274a.
Middle Liddell
πορεία, ἡ, πορεύω
I. a walking, mode of walking or running, gait, Plat.
II. a going, a journey, way, passage, Aesch., Plat.
2. a march, Thuc., Xen.
3. a crossing of water, passage, Aesch.
Chinese
原文音譯:pore⋯a 坡雷阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:走著 相當於: (מַהֲלָךְ)
字義溯源:路程,去,旅行,旅程,行為,生活的方式;源自(πορεύομαι)=走過);而 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=察驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (ἀγωγή)同義字
出現次數:總共(2);路(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 路程(1) 雅1:11;
2) 去(1) 路13:22