προοφείλω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proofeilo
|Transliteration C=proofeilo
|Beta Code=proofei/lw
|Beta Code=proofei/lw
|Definition=Att. contr. προὐφ-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[owe beforehand]], πολλὰ πολλοῖς <span class="bibl">D.C. 47.16</span>: metaph., <b class="b3">π. κακόν τινι</b> [[owe]] one an atonement, i.e. [[deserve]] evil <b class="b2">at his hands</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>523</span>; <b class="b3">κακὸν ταῖς πλευραῖς π</b>. [[owe]] one's ribs a mischief, i.e. [[deserve]] a beating, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>3</span>; π. τι χρηστὸν τῇ πόλει παραινέσαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span> 648</span>:—Pass., [[to be due beforehand]], of debts, <b class="b3">ὁ προοφειλόμενος φόρος</b> the [[arrears]] of tribute, <span class="bibl">Hdt.6.59</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.5.7</span>; τὸ ληφθὲν προωφέλετο ἱματιοκαπήλῳ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>38</span>: generally, <b class="b3">ἔχθρη προοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους</b> the hatred [[they had long had reason to feel]], <span class="bibl">Hdt.5.82</span>; <b class="b3">εὐεργεσία προὐφειλομένη</b> a kindness [[that has long remained as a debt]], <span class="bibl">Th.1.32</span>; <b class="b3">προωφείλετο αὐτῷ κακόν</b> [[a debt]] of punishment [[had long been owing]] to him, <span class="bibl">Antipho 5.61</span>, cf. <span class="bibl">D.21.77</span>; ἦν μοί τις οὐ μικρὰ π. χάρις <span class="bibl">Luc.<span class="title">Abd.</span>15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">to be bound</b> to do, τὸ προὐφείλειν καλῶς πράσσειν… τούσδε <span class="bibl">E.<span class="title">Heracl.</span>240</span>.</span>
|Definition=Att. contr. προὐφ-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[owe beforehand]], πολλὰ πολλοῖς <span class="bibl">D.C. 47.16</span>: metaph., <b class="b3">π. κακόν τινι</b> [[owe]] one an atonement, i.e. [[deserve]] evil [[at his hands]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>523</span>; <b class="b3">κακὸν ταῖς πλευραῖς π</b>. [[owe]] one's ribs a mischief, i.e. [[deserve]] a beating, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>3</span>; π. τι χρηστὸν τῇ πόλει παραινέσαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span> 648</span>:—Pass., [[to be due beforehand]], of debts, <b class="b3">ὁ προοφειλόμενος φόρος</b> the [[arrears]] of tribute, <span class="bibl">Hdt.6.59</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.5.7</span>; τὸ ληφθὲν προωφέλετο ἱματιοκαπήλῳ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>38</span>: generally, <b class="b3">ἔχθρη προοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους</b> the hatred [[they had long had reason to feel]], <span class="bibl">Hdt.5.82</span>; <b class="b3">εὐεργεσία προὐφειλομένη</b> a kindness [[that has long remained as a debt]], <span class="bibl">Th.1.32</span>; <b class="b3">προωφείλετο αὐτῷ κακόν</b> [[a debt]] of punishment [[had long been owing]] to him, <span class="bibl">Antipho 5.61</span>, cf. <span class="bibl">D.21.77</span>; ἦν μοί τις οὐ μικρὰ π. χάρις <span class="bibl">Luc.<span class="title">Abd.</span>15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[to be bound]] to do, τὸ προὐφείλειν καλῶς πράσσειν… τούσδε <span class="bibl">E.<span class="title">Heracl.</span>240</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:59, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοφείλω Medium diacritics: προοφείλω Low diacritics: προοφείλω Capitals: ΠΡΟΟΦΕΙΛΩ
Transliteration A: proopheílō Transliteration B: proopheilō Transliteration C: proofeilo Beta Code: proofei/lw

English (LSJ)

Att. contr. προὐφ-,

   A owe beforehand, πολλὰ πολλοῖς D.C. 47.16: metaph., π. κακόν τινι owe one an atonement, i.e. deserve evil at his hands, E.IT523; κακὸν ταῖς πλευραῖς π. owe one's ribs a mischief, i.e. deserve a beating, Ar.V.3; π. τι χρηστὸν τῇ πόλει παραινέσαι Id.Lys. 648:—Pass., to be due beforehand, of debts, ὁ προοφειλόμενος φόρος the arrears of tribute, Hdt.6.59, cf. X.HG1.5.7; τὸ ληφθὲν προωφέλετο ἱματιοκαπήλῳ Luc.Merc.Cond.38: generally, ἔχθρη προοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους the hatred they had long had reason to feel, Hdt.5.82; εὐεργεσία προὐφειλομένη a kindness that has long remained as a debt, Th.1.32; προωφείλετο αὐτῷ κακόν a debt of punishment had long been owing to him, Antipho 5.61, cf. D.21.77; ἦν μοί τις οὐ μικρὰ π. χάρις Luc.Abd.15.    II to be bound to do, τὸ προὐφείλειν καλῶς πράσσειν… τούσδε E.Heracl.240.

German (Pape)

[Seite 738] (s. ὀφείλω), vorher verschulden bei Einem; κακὸν ταῖς πλευραῖς, Ar. Vesp. 3, Schlimmes für die Seiten, d. i. Prügel verdienen; χρηστὸν τῇ πόλει, dem Staate Gutes danken, ihm Dank für empfangenes Gutes schuldig sein, Lys. 648; pass. vorher, längst geschuldet werden, φόρος ὁ προοφειλόμενος, Her. 6, 59, der fällige Tribut, v. l. προσοφ.; 5, 82 ἔχθρα προοφειλομένη εἴς τινα, Feindschaft, die man längst mit Recht gegen Einen hegt; ξυμμαχίας προὐφειλομένης, Thuc. 1, 32; εἴπερ προωφείλετο αὐτῷ κακόν, längst Strafe verdienen, Andoc. 5, 61; vgl. B. A. 47, wo κακόν τι σαυτῷ προὐφείλεις erkl. wird; Dem. 21, 77.

Greek (Liddell-Scott)

προοφείλω: Ἀττ. συνῃρ. προὐφ-· μέλλ. -ήσω. Ὀφείλω ἐκ τῶν προτέρων, χρεωστῶ ἀπὸ πρίν, πολλὰ πολλοῖς Δίων Κ. 47. 16 μεταφορ., κἀμοὶ γάρ τι προὐφείλει κακόν, καὶ εἰς ἐμὲ ὀφείλει κακόν τι, δηλ. ὀφείλει νὰ τιμωρηθῇ ὑπ’ ἐμοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 523· κακὸν ἄρα ταῖς πλευραῖς τι προὐφείλεις μέγα, χρεωστεῖς μέγα τι κακὸν εἰς τὰς πλευράς σου καὶ θὰ τὸ πληρώσῃς, Ἀριστ. Σφ. 3· οὕτω, πρ. τινί, μετ’ ἀπαρεμφ., χρεωστῶ εἴς τινα νά..., ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 648. ― Παθ., ὀφείλομαι, χρεωστοῦμαι ἐκ τῶν προτέρων, ἐπὶ χρεῶν, ὁ προοφειλόμενος φόρος, ὁ καθυστερούμενος φόρος, Ἡρόδ. 6. 59, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 7· τὸ ληφθὲν προωφείλετο ἱματιοκαπήλῳ Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 38· ― ἀκολούθως καθόλου, ἔχθρη προοφειλομένη εἴς τινα, μῖσος ὅπερ πρὸ πολλοῦ ἠσθάνετό τις..., Ἡρόδ. 5. 82· εὐεργεσία προὐφειλομένη, ἥτις ἐπὶ πολὺ ἔμεινεν ὡς ὀφειλή, Θουκ. 1. 32· προωφείλετο αὐτῷ κακόν, ὠφείλετο ἐπὶ μακρὸν χρόνον εἰς αὐτὸν τιμωρία, Ἀντιφῶν 136, 26, πρ. λ. Δημ. 539. 18· ἦν μοί τις οὐ μικρὰ πρ. χάρις Λουκ. Ἀποκηρυττόμ. 15. ΙΙ. ὀφείλω ΙΙ, εἶμαι ὑπόχρεως νὰ πράξω τι, τὸ προὐφείλειν καλῶς πράσσειν... τούσδε Εὐρ. Ἡρακλ. 241.

French (Bailly abrégé)

impf. προώφειλον, f. προοφειλήσω, etc.
devoir auparavant ou depuis longtemps ; Pass. προοφειλόμενος φόρος HDT impôt dû antérieurement ; εὐεργεσία προὐφειλομένη THC, χάρις προὐφειλομένη LUC service rendu antérieurement.
Étymologie: πρό, ὀφείλω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. προὐφείλω Α
οφείλω, χρωστώ από πριν («πολλὰ πολλοῑς προοφείλειν», Δίων Κάσσ.).

Greek Monotonic

προοφείλω: Αττ. συνηρ. προὐφ-, μέλ. -ήσω,
I. οφείλω από πριν· προοφείλω κακόν τινι, οφείλω να ανταποδώσω σε κάποιον κακό, σε Ευρ.· προοφείλω κακὸνταῖς πλευραῖς, χρωστώ κακό στα πλευρά κάποιου, δηλ. του αξίζει πλήγμα εκεί, σε Αριστοφ. — Παθ., οφείλομαι εκ των προτέρων, λέγεται για χρέη, ὁ προοφειλόμενος φόρος, τα προοφειλόμενα χρέη των φόρων, σε Ηρόδ.· ἔχθρηπροοφειλομένη εἴς τινα, μίσος που αισθανόταν κάποιος για πολύ καιρό, στον ίδ.· εὐεργεσία προὐφειλομένη, καλοσύνη που παρέμενε πολύ καιρό ως χρέος, σε Θουκ. II.=ὀφείλω I, είμαι υπόχρεος να κάνω κάτι από πριν, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προοφείλω: стяж. προὐφείλω ранее быть должным, задолжать: ὁ προοφειλόμενος φόρος Her. податная задолженность, недоимки; εὐεργεσία προὐφειλομένη Thuc. ранее оказанная (и еще не вознагражденная) услуга; π. κακόν τινι Eur., Arph. быть в ответе за ранее причиненное кому-л. зло; ἡ ἔχθρη ἡ προοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων Her. давнишняя вражда эгинцев к афинянам; μέγα τι προὐφείλεσθαί τινι Dem. иметь с кем-л. большие счеты (за старую обиду).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-οφείλω, inf. praes. προυφείλειν; ptc. med. προοφειλόμενος, προυφειλόμενος; imperf. med. 3 sing. προωφείλετο act. (van pers. die iets schuldig is) al lang verschuldigd zijn:. προὐφείλω τι χρηστὸν τῇ πόλει παραινέσαι ik ben de stad al lang een nuttig advies verschuldigd Aristoph. Lys. 648. pass. (van de zaak die verschuldigd is) achterstallig zijn, al lang verschuldigd zijn:. προοφειλόμενος φόρος achterstallige belasting Hdt. 6.59; μήτε εὐεργεσίας μεγάλης μήτε ξυμμαχίας προυφειλομένης zonder dat een grote weldaad of een bondgenootschap als oude schuld (op hen) rustte Thuc. 1.32.1.

Middle Liddell

attic contr. προὐφ- fut. ήσω
I. to owe beforehand: πρ. κακόν τινι to owe one an ill turn, i. e. to deserve evil at his hands, Eur.; πρ. κακὸν ταῖς πλευραῖς to owe one's ribs a mischief, i. e. deserve a beating, Ar.:—Pass. to be due beforehand, of debts, ὁ προοφειλόμενος φόρος the arrears of tribute, Hdt.; ἔχθρη προοφειλομένη εἴς τινα the hatred one has long had reason to feel, Hdt.; εὐεργεσία προὐφειλομένη a kindness that has long remained as a debt, Thuc.
II. = ὀφείλω I, to be due beforehand, Eur.