συνίστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synistor
|Transliteration C=synistor
|Beta Code=suni/stwr
|Beta Code=suni/stwr
|Definition=ορος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">knowing along with</b> another, <b class="b3">ὡς θεοὶ ξυνίστορες</b> as the gods are [[witnesses]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1293</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ant.</span>542</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>1174</span>, <span class="bibl">Th. 2.74</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>625.2</span> (iii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[privy to]] a crime or other secret, c. gen., <span class="bibl">Plb.30.8.1</span>, <span class="title">AP</span>5.3.1 (Phld.), <span class="bibl">5.4.1</span> (Stat.Flacc.), Vett. Val.<span class="bibl">11.1</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.175; <b class="b3">σώματα συνίστορα τῆς πράξεως</b> Aen. Tact.23.10: c. acc. (with the verbal constr.), <b class="b3">πολλὰ συνίστορα . . κακά</b> (sc. <b class="b3">τὴν στέγην</b>) <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1090</span> (lyr.).</span>
|Definition=ορος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[knowing along with]] another, <b class="b3">ὡς θεοὶ ξυνίστορες</b> as the gods are [[witnesses]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1293</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ant.</span>542</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>1174</span>, <span class="bibl">Th. 2.74</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>625.2</span> (iii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[privy to]] a crime or other secret, c. gen., <span class="bibl">Plb.30.8.1</span>, <span class="title">AP</span>5.3.1 (Phld.), <span class="bibl">5.4.1</span> (Stat.Flacc.), Vett. Val.<span class="bibl">11.1</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.175; <b class="b3">σώματα συνίστορα τῆς πράξεως</b> Aen. Tact.23.10: c. acc. (with the verbal constr.), <b class="b3">πολλὰ συνίστορα . . κακά</b> (sc. <b class="b3">τὴν στέγην</b>) <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1090</span> (lyr.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:45, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνίστωρ Medium diacritics: συνίστωρ Low diacritics: συνίστωρ Capitals: ΣΥΝΙΣΤΩΡ
Transliteration A: synístōr Transliteration B: synistōr Transliteration C: synistor Beta Code: suni/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A knowing along with another, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, S.Ph.1293, cf. Ant.542, E.Supp.1174, Th. 2.74, PCair.Zen.625.2 (iii B.C.).    2 privy to a crime or other secret, c. gen., Plb.30.8.1, AP5.3.1 (Phld.), 5.4.1 (Stat.Flacc.), Vett. Val.11.1, Cat.Cod.Astr.2.175; σώματα συνίστορα τῆς πράξεως Aen. Tact.23.10: c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα . . κακά (sc. τὴν στέγην) A.Ag.1090 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1027] ορος, ὁ, ἡ, mit od. zugleich wissend, Aesch. Ag. 1061; Zeuge, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, Soph. Phil. 1277; Ant. 538; Eur. Suppl. 1173; öfter bei sp. D., wie Mel. 71 (V, 8), Philodem. 17 (V, 4); auch in Prosa: θεοί, ξυνίστορες ἔστε, Thuc. 2, 74, καὶ μαρτυρ, Pol. 28, 17, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συνίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων ὁμοῦ μετά τινος, ἔχων γνῶσιν, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, ὡς οἱ θεοὶ γινώσκουσιν, εἶναι μάρτυρες, Σοφ. Φιλ. 1293, πρβλ. Ἀντ. 542, Εὐρ. Ἱκέτ. 1174, Θουκ. 2. 74. 2) ὁ ἔχων τὴν συναίσθησιν ἐγκληματικῆς πράξεως, μετὰ γεν., Ἀνθ. Π. 5. 4 καὶ 5, Πολύβ., κλπ.· ἢ μετ’ αἰτ. (ὅτε συντάσσεται ὡς ῥῆμα), πολλὰ συνίστορα... κακὰ (ἐξυπακ. τὴν στέγην) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1090, πρβλ. φύξιμος.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
témoin : τινος ou τι de qch (cf. συνειδέναι).
Étymologie: σύν, ἴστωρ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ΜΑ ἵστωρ
1. αυτός που γνωρίζει κάτι εξίσου καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», Θουκ.)
2. αυτός που συμμερίζεται τη γνώμη κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. εκείνος που έχει συνείδηση μιας πράξης, που συναισθάνεται μια πράξη («τοὺς πολίτας συνίστορας ἔχοντες πάντων», Πολ.)
2. αυτός που είναι παρών σε κάτι, μάρτυρας («συνίστορα τῶν ἀλαλήτων λύχνον», Φιλόδ.).

Greek Monotonic

συνίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ,
1. αυτός που γνωρίζει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο, γνώστης, συνειδητοποιημένος· ὡς θεοὶ ξυνίστορες, όπως οι θεοί γνωρίζουν, είναι μάρτυρες, σε Σοφ. κ.λπ.
2. με αιτ. (οπότε συντάσσεται ως ρήμα), πολλὰ συνίστορα κακά, αυτός που είναι γνώστης πολλών συμφορών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συνίστωρ: ορος ὁ и ἡ совместно видевший, свидетель (τι Aesch. и τινός Polyb., Anth.; ξυνίστορες ἔστε Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνίστωρ -ορος, Att. ook ξυνίστωρ [σύν, ἵστωρ] mede-wetend; subst. getuige.

Middle Liddell

συν-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ,
1. knowing along with another, conscious, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, Soph., etc.
2. c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα κακά conscious of many evils, Aesch.