ἰθύκυφος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(17)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ithykyfos
|Transliteration C=ithykyfos
|Beta Code=i)qu/kufos
|Beta Code=i)qu/kufos
|Definition=η, ον, of parts of the normal spine, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">frontally concave</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>45</span> (ἰθυ-κῡφής, ές,<span class="title">Mochl.</span>1); opp. ἰθύ-λορδος, η<b class="b3">, ον</b> (ος, ον <span class="title">Mochl.</span>l.c.), <b class="b2">frontally convex</b>, ll. cc., cf. Gal.18(2).542.</span>
|Definition=η, ον, of parts of the normal spine, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[frontally concave]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>45</span> (ἰθυ-κῡφής, ές,<span class="title">Mochl.</span>1); opp. ἰθύ-λορδος, η<b class="b3">, ον</b> (ος, ον <span class="title">Mochl.</span>l.c.), [[frontally convex]], ll. cc., cf. Gal.18(2).542.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθύκυφος]], -ύφη, -ον (Α)<br />(για το άνω [[τμήμα]] της σπονδυλικής στήλης)<br />αυτός που σχηματίζει [[κοιλότητα]] στο μπροστινό [[μέρος]], αυτός που φαίνεται [[ευθύς]] από [[μπροστά]] και [[κυρτός]] [[προς]] τα [[πίσω]] από τα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[κυφός]] «σκυμμένος»].
|mltxt=[[ἰθύκυφος]], -ύφη, -ον (Α)<br />(για το άνω [[τμήμα]] της σπονδυλικής στήλης)<br />αυτός που σχηματίζει [[κοιλότητα]] στο μπροστινό [[μέρος]], αυτός που φαίνεται [[ευθύς]] από [[μπροστά]] και [[κυρτός]] [[προς]] τα [[πίσω]] από τα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[κυφός]] «σκυμμένος»].
}}
}}

Revision as of 15:18, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθύκῡφος Medium diacritics: ἰθύκυφος Low diacritics: ιθύκυφος Capitals: ΙΘΥΚΥΦΟΣ
Transliteration A: ithýkyphos Transliteration B: ithykyphos Transliteration C: ithykyfos Beta Code: i)qu/kufos

English (LSJ)

η, ον, of parts of the normal spine,

   A frontally concave, Hp.Art.45 (ἰθυ-κῡφής, ές,Mochl.1); opp. ἰθύ-λορδος, η, ον (ος, ον Mochl.l.c.), frontally convex, ll. cc., cf. Gal.18(2).542.

Greek Monolingual

ἰθύκυφος, -ύφη, -ον (Α)
(για το άνω τμήμα της σπονδυλικής στήλης)
αυτός που σχηματίζει κοιλότητα στο μπροστινό μέρος, αυτός που φαίνεται ευθύς από μπροστά και κυρτός προς τα πίσω από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κυφός «σκυμμένος»].