ἰθύκυφος: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
(17) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ithykyfos | |Transliteration C=ithykyfos | ||
|Beta Code=i)qu/kufos | |Beta Code=i)qu/kufos | ||
|Definition=η, ον, of parts of the normal spine, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=η, ον, of parts of the normal spine, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[frontally concave]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>45</span> (ἰθυ-κῡφής, ές,<span class="title">Mochl.</span>1); opp. ἰθύ-λορδος, η<b class="b3">, ον</b> (ος, ον <span class="title">Mochl.</span>l.c.), [[frontally convex]], ll. cc., cf. Gal.18(2).542.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰθύκυφος]], -ύφη, -ον (Α)<br />(για το άνω [[τμήμα]] της σπονδυλικής στήλης)<br />αυτός που σχηματίζει [[κοιλότητα]] στο μπροστινό [[μέρος]], αυτός που φαίνεται [[ευθύς]] από [[μπροστά]] και [[κυρτός]] [[προς]] τα [[πίσω]] από τα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[κυφός]] «σκυμμένος»]. | |mltxt=[[ἰθύκυφος]], -ύφη, -ον (Α)<br />(για το άνω [[τμήμα]] της σπονδυλικής στήλης)<br />αυτός που σχηματίζει [[κοιλότητα]] στο μπροστινό [[μέρος]], αυτός που φαίνεται [[ευθύς]] από [[μπροστά]] και [[κυρτός]] [[προς]] τα [[πίσω]] από τα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[κυφός]] «σκυμμένος»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:18, 1 July 2020
English (LSJ)
η, ον, of parts of the normal spine,
A frontally concave, Hp.Art.45 (ἰθυ-κῡφής, ές,Mochl.1); opp. ἰθύ-λορδος, η, ον (ος, ον Mochl.l.c.), frontally convex, ll. cc., cf. Gal.18(2).542.
Greek Monolingual
ἰθύκυφος, -ύφη, -ον (Α)
(για το άνω τμήμα της σπονδυλικής στήλης)
αυτός που σχηματίζει κοιλότητα στο μπροστινό μέρος, αυτός που φαίνεται ευθύς από μπροστά και κυρτός προς τα πίσω από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κυφός «σκυμμένος»].