κακόζηλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakozilos
|Transliteration C=kakozilos
|Beta Code=kako/zhlos
|Beta Code=kako/zhlos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[having bad taste]]: hence in Rhet., <b class="b2">using a bad, affected style</b> (cf. [[ζῆλος]]), ῥήτωρ <span class="bibl">D.L.1.38</span>; <b class="b3">τὸ κ</b>. = [[κακοζηλία]], Longin.3.4, cf. <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>186</span>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>4.12</span>. Adv. κακοζήλως, εἰπεῖν Gal.18(1).180.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[having bad taste]]: hence in Rhet., [[using a bad]], [[affected style]] (cf. [[ζῆλος]]), ῥήτωρ <span class="bibl">D.L.1.38</span>; <b class="b3">τὸ κ</b>. = [[κακοζηλία]], Longin.3.4, cf. <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>186</span>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>4.12</span>. Adv. κακοζήλως, εἰπεῖν Gal.18(1).180.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:08, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόζηλος Medium diacritics: κακόζηλος Low diacritics: κακόζηλος Capitals: ΚΑΚΟΖΗΛΟΣ
Transliteration A: kakózēlos Transliteration B: kakozēlos Transliteration C: kakozilos Beta Code: kako/zhlos

English (LSJ)

ον,

   A having bad taste: hence in Rhet., using a bad, affected style (cf. ζῆλος), ῥήτωρ D.L.1.38; τὸ κ. = κακοζηλία, Longin.3.4, cf. Demetr.Eloc.186, Hermog.Inv.4.12. Adv. κακοζήλως, εἰπεῖν Gal.18(1).180.

German (Pape)

[Seite 1300] schlecht, verkehrt nachahmend, od. Schlechtes nachahmend; bes. vom Styl, geschmacklosen, schlechten Vorbildern folgend, Rhett.; ῥήτωρ D. L. 1, 38.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόζηλος: -ον, κακῶς καὶ ἀπειροκάλως μιμούμενος, ἀντίθετον τῷ εὔζηλος, ῥήτωρ Διογ. Λ. 1. 38· ἐπὶ ὕφους, τὸ κακ. = κακοζηλία, Λογγῖνος 3. 4· mala affectatio παρὰ Κυντιλιανῷ (Quintilianus) 8. 3, 56. - Ἐπίρρ., κακοζήλως εἰπεῖν Γαλην. 10. 330.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recherche le mal.
Étymologie: κακός, ζῆλος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακόζηλος, -ον)
1. αυτός που μιμείται κάτι κακώς, χωρίς επιτυχία
2. αυτός που γίνεται με κακή και άτεχνη απομίμηση
3. (ρητ.) αυτός που κάνει χρήση κακού, επιτηδευμένου ύφους («κακόζηλος ῥήτωρ», Διογ. Λαέρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόζηλον
η κακοζηλία.
επίρρ...
κακοζήλως (Α κακοζήλως)
με κακόζηλο τρόπο ή ύφος, με άτοπο ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ζηλος (< ζῆλος), πρβλ. αξιό-ζηλος, μεγαλό-ζηλος].

Greek Monotonic

κᾰκόζηλος: -ον, μιμητής κακών.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόζηλος: неудачно подражающий, лишенный вкуса (ῥήτωρ Diog. L.).

Middle Liddell

κᾰκό-ζηλος, ον
imitating unhappily.