κρηναῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krinaios
|Transliteration C=krinaios
|Beta Code=krhnai=os
|Beta Code=krhnai=os
|Definition=α, ον, (κρήνη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of, from a spring</b> or [[fountain]], <b class="b3">Νύμφαι κρηναῖαι</b>, = [[Κρηνιάδες]], <span class="bibl">Od.17.240</span>; <b class="b3">κ. ὕδωρ</b> [[spring]] water, <span class="bibl">Hdt.4.181</span>; ποτόν <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>14</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ph.</span>21</span>; νασμοί <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>225</span> (anap.); <b class="b3">γάνος</b>, i.e. the water of Dirce, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>483</span>; λιβάδες <span class="title">AP</span>9.549 (Antiphil.); K. <b class="b3">πύλαι</b> the gate [[of Dirce]] (v. Sch.), <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span> 1123</span>.</span>
|Definition=α, ον, (κρήνη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]], [[from a spring]] or [[fountain]], <b class="b3">Νύμφαι κρηναῖαι</b>, = [[Κρηνιάδες]], <span class="bibl">Od.17.240</span>; <b class="b3">κ. ὕδωρ</b> [[spring]] water, <span class="bibl">Hdt.4.181</span>; ποτόν <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>14</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ph.</span>21</span>; νασμοί <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>225</span> (anap.); <b class="b3">γάνος</b>, i.e. the water of Dirce, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>483</span>; λιβάδες <span class="title">AP</span>9.549 (Antiphil.); K. <b class="b3">πύλαι</b> the gate [[of Dirce]] (v. Sch.), <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span> 1123</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:17, 3 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηναῖος Medium diacritics: κρηναῖος Low diacritics: κρηναίος Capitals: ΚΡΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: krēnaîos Transliteration B: krēnaios Transliteration C: krinaios Beta Code: krhnai=os

English (LSJ)

α, ον, (κρήνη)

   A of, from a spring or fountain, Νύμφαι κρηναῖαι, = Κρηνιάδες, Od.17.240; κ. ὕδωρ spring water, Hdt.4.181; ποτόν S.Tr.14, Ph.21; νασμοί E.Hipp.225 (anap.); γάνος, i.e. the water of Dirce, A.Pers.483; λιβάδες AP9.549 (Antiphil.); K. πύλαι the gate of Dirce (v. Sch.), E.Ph. 1123.

Greek (Liddell-Scott)

κρηναῖος: -α, -ον, (κρήνη) ἐκ πηγῆς ἢ βρύσεως, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Ὀδ. Ρ. 240· κρ. ὕδωρ, ὕδωρ πηγαῖον, ἐκ κρήνης, Ἡρόδ. 4. 181· κρ. ποτὸν Σοφ. Τρ. 14, Φιλ. 21· νασμοὶ Εὐρ. Ἱππ. 225· κρηναῖον γάνος, ὃ ἐ. τὸ ὕδωρ τῆς Δίρκης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 483· οὕτω Κρ. πύλαι, αἱ πύλαι τῆς Δίρκης (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1123. II. ὡς οὐσιαστ. κρηναία, ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Αʹ, 1208, ἐκτὸς ἂν ἀντὶ τοῦ δίζετο κρηναίης, ἀναγνώσωμεν, δίζητο κρήνης.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de source, de fontaine.
Étymologie: κρήνη.

English (Autenrieth)

(κρήνη): of the fount, νύμφαι, fountain-nymphs, Od. 17.240†.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κρηναῑος και κρηνιαῑος, -αία, -ον, θηλ. και κρηνιάς)
αυτός που προέρχεται από κρήνη («τυγχάνει δὲ καὶ ἄλλο σφι ὕδωρ κρηναῑον ἐόν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. αγορ-αίος, μοιρ-αίος). Ο τ. κρηνιάς < κρήνη + επίθημα -ιάς (πρβλ. ορεστ-ιάς, ποντ-ιάς)].

Greek Monotonic

κρηναῖος: -α, -ον (κρήνη), προερχόμενος από κρήνη ή πηγή, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, σε Ομήρ. Οδ.· κρ. ὕδωρ, το αναβλύζον από πηγή νερό, σε Ηρόδ.· κρ. ποτόν, σε Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κρηναῖος:
1) живущий в источнике (Νύμφαι Hom.);
2) ключевой (ὕδωρ Her.; νασμοί Eur.; ὕδατα Arst.; λιβάδες Anth.): κρηναῖον γάνος Aesch. утоление, даваемое источником.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρηναῖος -α -ον [κρήνη] behorend bij een bron, bron-:. κρουνοὶ... κρηναίου ποτοῦ stromen bronwater Soph. Tr. 14; Κρηναῖαι πύλαι Bronpoort (in Thebe) Eur. Phoen. 1123.

Middle Liddell

κρηναῖος, η, ον κρήνη
of, from a spring or fountain, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Od.; κρ. ὕδωρ spring water, Hdt.; κρ. ποτόν Soph., etc.