τμητός: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tmitos | |Transliteration C=tmitos | ||
|Beta Code=tmhto/s | |Beta Code=tmhto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[cut]], [[shaped by cutting]], τ. ἱμάντες <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>747</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1245</span>; τμητοῖς ὁλκοῖς <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>863</span> (lyr.); τυρὸς τ. <span class="bibl">Antiph.133.9</span> (anap.), cf. <span class="bibl">Anaxandr. 30.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[that can be cut]] or [[severed]], ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητόν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1020b29</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Mete.</span>387a7</span>, <span class="bibl">Theoc.25.275</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:35, 3 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A cut, shaped by cutting, τ. ἱμάντες S.El.747, E.Hipp.1245; τμητοῖς ὁλκοῖς S.El.863 (lyr.); τυρὸς τ. Antiph.133.9 (anap.), cf. Anaxandr. 30.1. 2 that can be cut or severed, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητόν Arist.Metaph.1020b29, cf. Mete.387a7, Theoc.25.275.
German (Pape)
[Seite 1123] geschnitten; τμητοῖς ἱμᾶσι, Soph. El. 737, wie Eur. Hipp. 1245; auch von Furchen, τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι, Soph. El. 852; zerschnitten, zerstört, getrennt.
Greek (Liddell-Scott)
τμητός: -ή, -όν, (τέμνω) ὁ τετμημένος, ὁ διὰ τομῆς ἐσχηματισμένος, τμ. ἱμᾶντες Σοφ. Ἠλ. 747, Εὐρ. Ἱππ. 1245· οὕτω, τμητοῖς ὁλκοῖς, πρβλ. ὁλκὸς Ι, 2· τυρὸς τμ. Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 2. 9. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ ἢ χωρίσῃ, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητὸν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 22, Θεόκρ. 25. 275.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 coupé, taillé;
2 qu’on peut couper ou séparer, divisible.
Étymologie: adj. verb. de τέμνω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τμητός, -ή, -όν, ΝΑ
1. κομμένος
2. αυτός που μπορεί να τμηθεί, να κοπεί ή να σχιστεί
αρχ.
χωρισμένος σε μερίδια, σε τεμάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. λ. τμή-γω) + κατάλ. -τός].
Greek Monotonic
τμητός: -ή, -όν (τέμνω)·
1. κομμένος, διαμορφωμένος με τομή, σε Σοφ., Ευρ.
2. αυτό που μπορεί κάποιος να κόψει ή να χωρίσει, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
τμητός: дор. τμᾱτός 3 [adj. verb. к τέμνω
1) вырезной, кроеный (ἱμᾶντες Soph., Eur.);
2) разрезаемый, делимый, дробимый (εἰς ἄπειρον Plut.): οὐ σιδήρῳ τ. Theocr. неуязвимый для меча.
Middle Liddell
τμητός, ή, όν τέμνω
1. cut, shaped by cutting, Soph., Eur.
2. that can be cut or severed, Theocr.