σκίαινα: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ἡ</b>" to "ῐ], ἡ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skiaina | |Transliteration C=skiaina | ||
|Beta Code=ski/aina | |Beta Code=ski/aina | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], ἡ, a sea-fish, prob. either <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[Corvina nigra]] or [[Umbrina cirrosa]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>601b30</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:10, 3 July 2020
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, a sea-fish, prob. either
A Corvina nigra or Umbrina cirrosa, Arist.HA601b30.
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, ein Meerfisch, lat. umbra, Ath. VII, 322 f.
Greek (Liddell-Scott)
σκίαινα: ἡ, θαλάσσιός τις ἰχθύς, Λατ. umbrina, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5, πρβλ. Ἀθήν. 322F· ― ὡσαύτως σκιᾰθίς, -ίδος, ἡ, Ἐπίχ. 28 Ahr.· καὶ παρὰ Γαληνῷ σκινίς, -ίδος.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ombre, poisson de mer.
Étymologie: σκιά.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σκιαινίς και δ. αν. σκινίς, -ίδος, Α
νεοελλ.
γένος περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας σκιαινίδες και λόγια ονομασία ψαριών που είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες μυλοκόπι, κρανιός και καλιακούδα ή σικιός
αρχ.
είδος θαλάσσιου ψαριού («οἱ ἔχοντες λίθον ἐν τῇ κεφαλῇ, οἷον χρόμις, λάβραξ, σκίαινα, φαγρός», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + κατάλ. -αινα (πρβλ. σκόρπ-αινα), λόγω του σκοτεινού χρώματος του ψαριού].
Russian (Dvoretsky)
σκίαινα: ἡ скиена (род морской рыбы) Arst.