μέγιστος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(cc2)
(CSV import)
Line 19: Line 19:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':mšgistoj 姆居士拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':(至)大(的)<br />'''字義溯源''':至大的,十分大的,極大的;源自([[μέγας]])*=大)<br />'''出現次數''':總共(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 極大(1) 彼後1:4
|sngr='''原文音譯''':mšgistoj 姆居士拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':(至)大(的)<br />'''字義溯源''':至大的,十分大的,極大的;源自([[μέγας]])*=大)<br />'''出現次數''':總共(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 極大(1) 彼後1:4
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[μέγας]]) [[chief]], [[foremost]], [[important]], [[principal]], [[of degree]], [[very great]]
}}
}}

Revision as of 13:35, 4 July 2020

German (Pape)

[Seite 110] superl. zu μέγας, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

Sp. de μέγας.

English (Autenrieth)

see μέγας.

English (Strong)

superlative of μέγας; greatest or very great: exceeding great.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μέγιστος, -ίστη, -ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος)
ο πάρα πολύ μεγάλος ή ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε άλλους («ο μέγιστος τών στρατηγών)
νεοελλ.
1. μτφ. άπειρος, απερίγραπτος, αφάνταστος, καταπληκτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η μεγίστη
ναυτ. το κατώτατο από τα σταυρωτά πανιά του μεγάλου καταρτιού τών ιστιοφόρων, κν. μαΐστρα
3. το ουδ. ως ουσ. το μέγιστο(ν)
μαθημ. η μεγαλύτερη τιμή την οποία μπορεί να λάβει μία μεταβλητή ποσότητα
4. (το ουδ. πληθ. ενάρθρως ως επίρρ.) τα μέγιστα
πάρα πολύ,
5. φρ. α) «μέγιστο βαρομετρικό»
(μετεωρ.) το κέντρο υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης
β) «μέγιστος κοινός διαιρέτης»
μαθημ. ο μεγαλύτερος από όλους τους κοινούς διαιρέτες δύο ή περισσότερων αριθμών
γ) «μέγιστος κύκλος σφαίρας»
μαθημ. ο κύκλος ο οποίος σχηματίζεται από την τομή σφαίρας από ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της σφαίρας αυτής
δ) «μέγιστο ύψος»
αστρον. το μεσημβρινό ύψος ενός αστέρα
ε) «μέγιστος νομέας»
ναυτ. ο μεγαλύτερος νομέας πλοίου, αλλ. μάστορης
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) μέγιστον, μέγιστα
πάρα πολύ, σε μέγιστο βαθμό, υπερβολικά.
επίρρ...
μεγίστως και μεγιστότατα (Μ)
σε μέγιστο βαθμό, πάρα πολύ, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας + κατάλ. υπερθ. -ιστος].

Russian (Dvoretsky)

μέγιστος: superl. к μέγας. - см. тж. μέγιστα, μέγιστον.

Chinese

原文音譯:mšgistoj 姆居士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(至)大(的)
字義溯源:至大的,十分大的,極大的;源自(μέγας)*=大)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 極大(1) 彼後1:4

English (Woodhouse)

(see also: μέγας) chief, foremost, important, principal, of degree, very great

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)