ὑπόκωφος: Difference between revisions
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(CSV import) |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑπό-κωφος, ον,<br />[[somewhat]] [[deaf]], Ar., Plat. | |mdlsjtxt=ὑπό-κωφος, ον,<br />[[somewhat]] [[deaf]], Ar., Plat. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[somewhat deaf]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A somewhat deaf, rather deaf, Hp.Coac.172, Ar.Eq. 43, Pl.Prt.334d, R.488b. II absurd, foolish, σφόδρα ὑπόκωφον προσπίπτειν ἔοικε (sc. the reading συναγείρεται in Il.15.680) Philem. Lex. ap. Porph.ad Il.p.287 S., cf. Phld.Rh.1.330 S.
German (Pape)
[Seite 1222] etwas stumpf, bes. taub; Ar. Equ. 43; Plat. Prot. 334 d; Arist. rhet. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόκωφος: -ον, ὀλίγον τι κωφός, ἐπιεικῶς κωφός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 43, Πλάτ. Πρωτ. 334D, Πολ. 488Β. ΙΙ. ἡμίφωνος, Πορφυρ. Ὁμ. Ἐρωτ. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu sourd.
Étymologie: ὑπό, κωφός.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόκωφος, -ον, ΝΜΑ κωφός
(για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από βάθος, βαθύς
μσν.-αρχ.
ο αμβλύς στην ακοή ή, γενικότερα, στις αισθήσεις («δύσκολον γερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.)
αρχ.
παράλογος, ασυνάρτητος.
επίρρ...
ὑπόκωφα Ν
(για ήχο) κατά τρόπο υπόκωφο.
Greek Monotonic
ὑπόκωφος: -ον, κάπως κουφός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόκωφος: глуховатый, тугоухий Arph., Plat., Plut.
Middle Liddell
ὑπό-κωφος, ον,
somewhat deaf, Ar., Plat.