πετρηρεφής: Difference between revisions
(1ba) |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πετρ-ηρεφής, ές [[ἐρέφω]]<br />o'er-[[arched]] with [[rock]], rockvaulted, Aesch., Eur. | |mdlsjtxt=πετρ-ηρεφής, ές [[ἐρέφω]]<br />o'er-[[arched]] with [[rock]], rockvaulted, Aesch., Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[roofed with rock]], [[roofed with stone]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 4 July 2020
English (LSJ)
ές, (ἐρέφω)
A o'er-arched with rock, rock-vaulted, ἄντρα A.Pr.302, E.Cyc.82.
German (Pape)
[Seite 606] ές, mit Felsen, Steinen bedeckt, überwölbt, ἄντρα, Aesch. Prom. 300, wie Eur. Cycl. 82, vgl. Ion 1400.
Greek (Liddell-Scott)
πετρηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ἐστεγασμένος ὑπὸ βράχου, ἔχων βραχώδη θόλον, ἄντρον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 300, Εὐρ. Κύκλ. 82.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
couvert d’une voûte de rochers.
Étymologie: πέτρα, ἐρέφω.
Greek Monolingual
-ές, Α
με στέγη από πέτρα, σκεπασμένος από βράχο («ἄντρα πετρηρεφή», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -ηρεφής (< ἐρέφω «στεγάζω, καλύπτω με στέγη»), πρβλ. νυκτ-ηρεφης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
πετρηρεφής: -ές (ἐρέφω), στεγασμένος σε πέτρα, υπόγειος και πέτρινος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πετρηρεφής: укрытый скалой, находящийся под скалой (ἄντρον Aesch., Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πετρηρεφής -ές [πέτρα, ἐρέφω] overwelfd door een rots.
Middle Liddell
πετρ-ηρεφής, ές ἐρέφω
o'er-arched with rock, rockvaulted, Aesch., Eur.