κάθε: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(18)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathe
|Transliteration C=kathe
|Beta Code=ka/qe
|Beta Code=ka/qe
|Definition=<b class="b3">ἐπίδος</b>, Hsch.
|Definition=[[ἐπίδος]], Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[κάθε]] και ιδιωμ. [[κάθα]])<br />(άκλιτη αόριστη αντων.)<br /><b>1.</b> (με ουσ., με [[άρθρο]] ή [[χωρίς]] [[άρθρο]]) [[καθένας]], [[έκαστος]] (α. «[[κάθε]] [[άνθρωπος]] έχει τα βάσανά του» β. «ο [[κάθε]] [[μαθητής]] θα γράψει [[τρεις]] σελίδες»)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[αντί]] της προθέσεως <i>ανά</i> («[[κάθε]] δύο ώρες» — ανά δύο ώρες)<br /><b>3.</b> (ως χρον. σύνδ., με το αναφορ. <i>που</i> [[κατά]] [[παράλειψη]] της λέξης [[φορά]]) όποτε, [[οσάκις]] («[[κάθε]] που νυχτώνει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάθε]] [[φορά]]» — [[εκάστοτε]]<br />β) «[[κάθε]] λίγο» ή «[[κάθε]] λίγο και [[λιγάκι]]» — [[κατά]] [[συχνά]] χρονικά διαστήματα<br />γ) «[[κάθε]] [[λογής]]» — [[κάθε]] [[είδος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[τόπος]] και [[ζακόνι]], [[κάθε]] [[μαχαλάς]] και [[τάξη]]» — [[κάθε]] [[τόπος]] έχει τις δικές του συνήθειες, τα δικά του ήθη και έθιμα<br />β) «[[κάθε]] [[ποταμάκι]] με την [[κατεβασιά]] του» — [[καθένας]] [[άνθρωπος]] έχει και στιγμές βιαιότητας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως χρον. σύνδ., [[μαζί]] με τους συνδ. <i>όταν</i>, <i>όντεν</i>, <i>όντας</i> ή με το <i>να</i> ή το <i>που</i>) [[κάθε]] [[φορά]] που, [[οσάκις]] (α. «[[κάθα]] [[ὅταν]]» β. «[[κάθα]] ὄντας» γ. «[[κάθα]] νά» δ. «κάθεν πού»)<br /><b>2.</b> (με ουσ. που δηλώνει χρόνο ή με αριθμ. και ουσ. ή με επίρρ.) σημαίνει [[επανάληψη]] [[κατά]] κανονικά χρονικά διαστήματα ή επιμερισμὁ (Α. «[[κάθα]] χρόνον» β. «[[κάθα]] χρόνου» γ. «[[κάθα]] [[μέρα]]» δ. «[[κάθε]] [[ταχιά]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰς [[κάθα]] τόπον» — παντοὺ<br />β) «[[κάθε]] ὥρα» — [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καθ</i>-<i>έν</i>, ουδ. του <i>καθ</i>-<i>είς</i>, με σίγηση του -<i>ν</i>- και αναβιβασμό του τόνου].
|mltxt=(Μ [[κάθε]] και ιδιωμ. [[κάθα]])<br />(άκλιτη αόριστη αντων.)<br /><b>1.</b> (με ουσ., με [[άρθρο]] ή [[χωρίς]] [[άρθρο]]) [[καθένας]], [[έκαστος]] (α. «[[κάθε]] [[άνθρωπος]] έχει τα βάσανά του» β. «ο [[κάθε]] [[μαθητής]] θα γράψει [[τρεις]] σελίδες»)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[αντί]] της προθέσεως <i>ανά</i> («[[κάθε]] δύο ώρες» — ανά δύο ώρες)<br /><b>3.</b> (ως χρον. σύνδ., με το αναφορ. <i>που</i> [[κατά]] [[παράλειψη]] της λέξης [[φορά]]) όποτε, [[οσάκις]] («[[κάθε]] που νυχτώνει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάθε]] [[φορά]]» — [[εκάστοτε]]<br />β) «[[κάθε]] λίγο» ή «[[κάθε]] λίγο και [[λιγάκι]]» — [[κατά]] [[συχνά]] χρονικά διαστήματα<br />γ) «[[κάθε]] [[λογής]]» — [[κάθε]] [[είδος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[τόπος]] και [[ζακόνι]], [[κάθε]] [[μαχαλάς]] και [[τάξη]]» — [[κάθε]] [[τόπος]] έχει τις δικές του συνήθειες, τα δικά του ήθη και έθιμα<br />β) «[[κάθε]] [[ποταμάκι]] με την [[κατεβασιά]] του» — [[καθένας]] [[άνθρωπος]] έχει και στιγμές βιαιότητας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως χρον. σύνδ., [[μαζί]] με τους συνδ. <i>όταν</i>, <i>όντεν</i>, <i>όντας</i> ή με το <i>να</i> ή το <i>που</i>) [[κάθε]] [[φορά]] που, [[οσάκις]] (α. «[[κάθα]] [[ὅταν]]» β. «[[κάθα]] ὄντας» γ. «[[κάθα]] νά» δ. «κάθεν πού»)<br /><b>2.</b> (με ουσ. που δηλώνει χρόνο ή με αριθμ. και ουσ. ή με επίρρ.) σημαίνει [[επανάληψη]] [[κατά]] κανονικά χρονικά διαστήματα ή επιμερισμὁ (Α. «[[κάθα]] χρόνον» β. «[[κάθα]] χρόνου» γ. «[[κάθα]] [[μέρα]]» δ. «[[κάθε]] [[ταχιά]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰς [[κάθα]] τόπον» — παντοὺ<br />β) «[[κάθε]] ὥρα» — [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καθ</i>-<i>έν</i>, ουδ. του <i>καθ</i>-<i>είς</i>, με σίγηση του -<i>ν</i>- και αναβιβασμό του τόνου].
}}
}}

Revision as of 18:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθε Medium diacritics: κάθε Low diacritics: κάθε Capitals: ΚΑΘΕ
Transliteration A: káthe Transliteration B: kathe Transliteration C: kathe Beta Code: ka/qe

English (LSJ)

ἐπίδος, Hsch.

Greek Monolingual

κάθε και ιδιωμ. κάθα)
(άκλιτη αόριστη αντων.)
1. (με ουσ., με άρθρο ή χωρίς άρθρο) καθένας, έκαστος (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του» β. «ο κάθε μαθητής θα γράψει τρεις σελίδες»)
2. (με αιτ.) αντί της προθέσεως ανάκάθε δύο ώρες» — ανά δύο ώρες)
3. (ως χρον. σύνδ., με το αναφορ. που κατά παράλειψη της λέξης φορά) όποτε, οσάκιςκάθε που νυχτώνει»)
νεοελλ.
1. φρ. α) «κάθε φορά» — εκάστοτε
β) «κάθε λίγο» ή «κάθε λίγο και λιγάκι» — κατά συχνά χρονικά διαστήματα
γ) «κάθε λογής» — κάθε είδος
2. παροιμ. α) «κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη» — κάθε τόπος έχει τις δικές του συνήθειες, τα δικά του ήθη και έθιμα
β) «κάθε ποταμάκι με την κατεβασιά του» — καθένας άνθρωπος έχει και στιγμές βιαιότητας
μσν.
1. (ως χρον. σύνδ., μαζί με τους συνδ. όταν, όντεν, όντας ή με το να ή το που) κάθε φορά που, οσάκις (α. «κάθα ὅταν» β. «κάθα ὄντας» γ. «κάθα νά» δ. «κάθεν πού»)
2. (με ουσ. που δηλώνει χρόνο ή με αριθμ. και ουσ. ή με επίρρ.) σημαίνει επανάληψη κατά κανονικά χρονικά διαστήματα ή επιμερισμὁ (Α. «κάθα χρόνον» β. «κάθα χρόνου» γ. «κάθα μέρα» δ. «κάθε ταχιά»)
3. φρ. α) «εἰς κάθα τόπον» — παντοὺ
β) «κάθε ὥρα» — συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθ-έν, ουδ. του καθ-είς, με σίγηση του -ν- και αναβιβασμό του τόνου].