κορικός: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορῐκός''': -ή, -όν, [[παρθενικός]], | |lstext='''κορῐκός''': -ή, -όν, [[παρθενικός]], Πολυδ. Β΄, 17· ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς [[κοράσιον]], βαδίζειν Αἰλ. π. Ζ. 2. 38· αἰσχύνεσθαι Ἀλκίφρ. 3. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κορικός]], -ή, -όν) [[κόρη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κόρη]], [[κοριτσίστικος]], [[παρθενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κόρη]] του ματιού («[[κορικός]] [[υμένας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρη, στην [[Περσεφόνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορικῶς</i> (Α)<br />με τον τρόπο κοριτσιού, σαν [[κορίτσι]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[κορικός]], -ή, -όν) [[κόρη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κόρη]], [[κοριτσίστικος]], [[παρθενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κόρη]] του ματιού («[[κορικός]] [[υμένας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρη, στην [[Περσεφόνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορικῶς</i> (Α)<br />με τον τρόπο κοριτσιού, σαν [[κορίτσι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A = παρθενικός, χιτών Schwyzer 462 B 29 (Tanagra, iii B. C.), cf. Poll.2.17. Adv. -κῶς like a girl, τρυφᾶν Ph.2.89; βαδίζειν Ael.NA2.38; αἰσχύνεσθαι Alciphr.3.2: Comp. -ώτερον Eust.1571.43. II belonging to Kore, πεπλοποιία Dam.Pr.339.
Greek (Liddell-Scott)
κορῐκός: -ή, -όν, παρθενικός, Πολυδ. Β΄, 17· ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς κοράσιον, βαδίζειν Αἰλ. π. Ζ. 2. 38· αἰσχύνεσθαι Ἀλκίφρ. 3. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κορικός, -ή, -όν) κόρη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, κοριτσίστικος, παρθενικός
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κόρη του ματιού («κορικός υμένας»)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρη, στην Περσεφόνη.
επίρρ...
κορικῶς (Α)
με τον τρόπο κοριτσιού, σαν κορίτσι.