πέλεκκον: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πέλεκκον''': τό, ἢ πέλεκκος, ὁ, ([[πέλεκυς]]) λαβὴ πελέκεως, κοινῶς «στειλιάρι», Ἰλ. Ν. 612, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 146. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλεκκος˙ στελεός, ὅ ἐστι [[ξύλον]] εἰς τὴν ὀπὴν τῶν πελέκεων βαλλόμενον».
|lstext='''πέλεκκον''': τό, ἢ πέλεκκος, ὁ, ([[πέλεκυς]]) λαβὴ πελέκεως, κοινῶς «στειλιάρι», Ἰλ. Ν. 612, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 146. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλεκκος˙ στελεός, ὅ ἐστι [[ξύλον]] εἰς τὴν ὀπὴν τῶν πελέκεων βαλλόμενον».
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:50, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλεκκον Medium diacritics: πέλεκκον Low diacritics: πέλεκκον Capitals: ΠΕΛΕΚΚΟΝ
Transliteration A: pélekkon Transliteration B: pelekkon Transliteration C: pelekkon Beta Code: pe/lekkon

English (LSJ)

τό, or πέλεκκος, ὁ, (πέλεκυς)

   A axe-handle, Il.13.612, cf. Poll. 10.146, Hsch.

German (Pape)

[Seite 550] τό, Griff oder Stiel der Art, Il. 13, 612.

Greek (Liddell-Scott)

πέλεκκον: τό, ἢ πέλεκκος, ὁ, (πέλεκυς) λαβὴ πελέκεως, κοινῶς «στειλιάρι», Ἰλ. Ν. 612, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 146. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλεκκος˙ στελεός, ὅ ἐστι ξύλον εἰς τὴν ὀπὴν τῶν πελέκεων βαλλόμενον».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
manche de hache.
Étymologie: πέλεκυς.

Greek Monolingual

τὸ, και πέλεκκος, ὁ, Α
η λαβή του πελέκεως, το στειλιάρι («εἵλετο... ἀξίνην... ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκῳ μακρῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκ-F-ον < πέλεκυς (πρβλ. λάκκος < λάκFος)].

Greek Monotonic

πέλεκκον: τό ή πέλεκκος, ὁ (πέλεκυς), τσεκούρι, λαβή τσεκουριού, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πέλεκκον: τό рукоять топора, топорище Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέλεκκον -ου, τό of πέλεκκος -ου, ὁ [πέλεκυς] steel van een bijl.

Middle Liddell

πέλεκκον, ου, τό, πέλεκυς
an axe-handle, Il.