στραβαλοκόμας: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰβᾰλοκόμας''': α, ὁ, ὁ ἔχων κόμην βοστρυχώδη, οὐλήν, «σγουρομάλλης», Σοφ. (Ἀποσπ. 948) παρὰ [[Πολυδ]]. Β´, 23 ([[ὅστις]] ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν), Ἡσύχ. (Πρὸς τὸ [[στραβαλός]], [[ὅπερ]] παρ᾿ Ἡσυχ. εὕρηται, πρβλ. [[στράβηλος]], [[στρεβλός]]).
|lstext='''στρᾰβᾰλοκόμας''': α, ὁ, ὁ ἔχων κόμην βοστρυχώδη, οὐλήν, «σγουρομάλλης», Σοφ. (Ἀποσπ. 948) παρὰ Πολυδ. Β´, 23 ([[ὅστις]] ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν), Ἡσύχ. (Πρὸς τὸ [[στραβαλός]], [[ὅπερ]] παρ᾿ Ἡσυχ. εὕρηται, πρβλ. [[στράβηλος]], [[στρεβλός]]).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰβᾰλοκόμας Medium diacritics: στραβαλοκόμας Low diacritics: στραβαλοκόμας Capitals: ΣΤΡΑΒΑΛΟΚΟΜΑΣ
Transliteration A: strabalokómas Transliteration B: strabalokomas Transliteration C: stravalokomas Beta Code: strabaloko/mas

English (LSJ)

α, ὁ,

   A curly-headed, S. (Fr.1099) ap.Poll.2.23 (who blames the word), Hsch.

German (Pape)

[Seite 950] ὁ, mit krausem Haare, Soph. bei Poll. 2, 23.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰβᾰλοκόμας: α, ὁ, ὁ ἔχων κόμην βοστρυχώδη, οὐλήν, «σγουρομάλλης», Σοφ. (Ἀποσπ. 948) παρὰ Πολυδ. Β´, 23 (ὅστις ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν), Ἡσύχ. (Πρὸς τὸ στραβαλός, ὅπερ παρ᾿ Ἡσυχ. εὕρηται, πρβλ. στράβηλος, στρεβλός).

Greek Monolingual

ὁ, Α
σγουρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβαλός + -κόμας (< κόμη), πρβλ. χρυσο-κόμης.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰβᾰλοκόμᾱς: ου adj. m с курчавыми волосами, кудрявый Soph.