σφαιρίον: Difference between revisions
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
mNo edit summary |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφαιρίον''': τό, ὡς τὸ [[σφαιρίδιον]], ὑποκορ. τοῦ [[σφαῖρα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 4, Πλάτ. Ἐπιστ. 312D· [[σφαῖρα]] ἄνθους, [[κόρυμβος]], Διοσκ. 2. 213. ΙΙ. [[μόριον]], ἄτομον, Δημόκρ. ἐν Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 1. 4, 19. ΙΙΙ. στρογγύλον τι [[σημεῖον]] δυνάμει τοῦ ὁποίου ὁ φέρων ἐλάμβανε δῶρόν τι ὁριζόμενον δι’ [[αὐτοῦ]], Δίων Κ. 61. 18. IV. τὸ [[ἄκρον]] τῆς [[ῥινός]], «τὸ δὲ [[ἀκρορρίνιον]] ὅλον [[σφαιρίον]]» | |lstext='''σφαιρίον''': τό, ὡς τὸ [[σφαιρίδιον]], ὑποκορ. τοῦ [[σφαῖρα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 4, Πλάτ. Ἐπιστ. 312D· [[σφαῖρα]] ἄνθους, [[κόρυμβος]], Διοσκ. 2. 213. ΙΙ. [[μόριον]], ἄτομον, Δημόκρ. ἐν Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 1. 4, 19. ΙΙΙ. στρογγύλον τι [[σημεῖον]] δυνάμει τοῦ ὁποίου ὁ φέρων ἐλάμβανε δῶρόν τι ὁριζόμενον δι’ [[αὐτοῦ]], Δίων Κ. 61. 18. IV. τὸ [[ἄκρον]] τῆς [[ῥινός]], «τὸ δὲ [[ἀκρορρίνιον]] ὅλον [[σφαιρίον]]» Πολυδ. Β΄, 80, Ὀρειβάσ. ἔκδ. Mai σ. 59, 60, 100, 101. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:05, 7 July 2020
English (LSJ)
τό, Dim. of σφαῖρα, Pl.Ep.312d;
A oak gall, Thphr.HP3.7.4; ivy-berry, Dsc.2.179; globular catkin of the πλάτανος, Id.1.79, Cleom.1.10 fin.; but, cylindrical catkin of λεύκη, Dsc.1.81. II molecule, atom, Democr. ap.Arist.de An.409a12. III round ball or token, entitling the bearer to a present specified upon it, D.C.61.18. IV the end of the nose, Poll.2.80, Heliod. ap. Orib.45.26.1, 48.32.3, Ruf.Onom.38, Sor. Fasc.11. V pill, Lycus ap.Orib.8.43.1, Archig.ib.8.46.16, Gp.7.13.2. VI sugar-plum, sweetmeat, POxy.920.9,11 (ii/iii A.D.). VII name of a plaster, Aët.15.36, Paul.Aeg.7.17. VIII dub. sens. in Inscr.Délos 1432 Bai 14 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρίον: τό, ὡς τὸ σφαιρίδιον, ὑποκορ. τοῦ σφαῖρα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 4, Πλάτ. Ἐπιστ. 312D· σφαῖρα ἄνθους, κόρυμβος, Διοσκ. 2. 213. ΙΙ. μόριον, ἄτομον, Δημόκρ. ἐν Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 1. 4, 19. ΙΙΙ. στρογγύλον τι σημεῖον δυνάμει τοῦ ὁποίου ὁ φέρων ἐλάμβανε δῶρόν τι ὁριζόμενον δι’ αὐτοῦ, Δίων Κ. 61. 18. IV. τὸ ἄκρον τῆς ῥινός, «τὸ δὲ ἀκρορρίνιον ὅλον σφαιρίον» Πολυδ. Β΄, 80, Ὀρειβάσ. ἔκδ. Mai σ. 59, 60, 100, 101.
Greek Monolingual
το, ΜΑ σφαίρα
(υποκορ. του σφαίρα) μικρή σφαίρα, σφαιρίδιο
αρχ.
1. ο κόκκος διαφόρων δένδρων («σφαιρία τὰ κυπαρίσσου», Ορειβ.)
2. το σφαιρικό σπέρμα του πλατάνου
3. το κυλινδρικό σπέρμα της λεύκας
4. μόριο ή άτομο
5. αντικείμενο στρογγυλού σχήματος με την προσαγωγή του οποίου αυτός που το έφερνε έπαιρνε ένα παρεμφερές δώρο
6. η άκρη της μύτης
7. χάπι, καταπότιο
8. σφαιρικό ζαχαρωτό
9. είδος εμπλάστρου.
Russian (Dvoretsky)
σφαιρίον: τό
1) небольшой шар Plat.;
2) молекула Democr. ap. Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαιρίον -ου, τό, demin. van σφαῖρα, kleine bol.