ἑορταστής: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑορταστής''': -οῦ, ὁ ἑορτάζων, ὁ πανηγυρίζων, Μάξ. Τύρ. 6. 8, [[Πολυδ]]. Α΄, 34.
|lstext='''ἑορταστής''': -οῦ, ὁ ἑορτάζων, ὁ πανηγυρίζων, Μάξ. Τύρ. 6. 8, Πολυδ. Α΄, 34.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. εορτάστρια) (AM [[ἑορταστής]]) [[εορτάζω]]<br />αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε [[εορτή]].
|mltxt=ο (θηλ. εορτάστρια) (AM [[ἑορταστής]]) [[εορτάζω]]<br />αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε [[εορτή]].
}}
}}

Revision as of 21:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑορταστής Medium diacritics: ἑορταστής Low diacritics: εορταστής Capitals: ΕΟΡΤΑΣΤΗΣ
Transliteration A: heortastḗs Transliteration B: heortastēs Transliteration C: eortastis Beta Code: e(ortasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A reveller, Poll.1.34, Max.Tyr.6.8 (pl.), Procop.Aed.1.10.

German (Pape)

[Seite 892] ὁ, der Feiernde, Poll. 2, 34, Sp. ἑορταστικός, zum Feste gehörig, festlich; μάχαι Plat. Legg. VIII, 829 b; ἡμέρα, Feiertag, Luc. Am. 1; Alciphr. 3, 57.

Greek (Liddell-Scott)

ἑορταστής: -οῦ, ὁ ἑορτάζων, ὁ πανηγυρίζων, Μάξ. Τύρ. 6. 8, Πολυδ. Α΄, 34.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εορτάστρια) (AM ἑορταστής) εορτάζω
αυτός που λαμβάνει μέρος σε εορτή.