ἐπίσειον: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(13) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίσειον''': τό, τὰ περὶ τὴν ἥβην μέρη, Ἱππ. 252. 34, κτλ.· γραφόμενον [[ὡσαύτως]] ἐπείσειον, Λυκόφρ. 1385· [[ἐπίσιον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. - [[Κατὰ]] | |lstext='''ἐπίσειον''': τό, τὰ περὶ τὴν ἥβην μέρη, Ἱππ. 252. 34, κτλ.· γραφόμενον [[ὡσαύτως]] ἐπείσειον, Λυκόφρ. 1385· [[ἐπίσιον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. - [[Κατὰ]] Πολυδ. «αὐτὴ δὲ ἡ [[τρίχωσις]] (ἡ περὶ τὸ [[αἰδοῖον]] δηλ.) ἥβη τη καὶ [[ἐπίσιον]]», κατὰ δὲ Ἡσύχιον: «[[ἐπίσειον]]· τὸ [[αἰδοῖον]] ἀνδρὸς καὶ γυναικός». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και επίσιον, το (Α [[ἐπίσειον]] και [[ἐπίσιον]])<br /><b>1.</b> [[εφήβαιο]], το [[προς]] την ήβη [[μέρος]] του αιδοίου<br /><b>2.</b> η [[τρίχωση]] του εφηβαίου, η ήβη<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐπίσειον]]<br />το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την [[μακρότητα]] του -<i>ι</i>- της προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. [[είναι]] σύνθετη από το <i>επί</i> και [[ἴσος]] (ή <i>ἶσος</i>, στην επική και ιωνική [[ποίηση]])]. | |mltxt=και επίσιον, το (Α [[ἐπίσειον]] και [[ἐπίσιον]])<br /><b>1.</b> [[εφήβαιο]], το [[προς]] την ήβη [[μέρος]] του αιδοίου<br /><b>2.</b> η [[τρίχωση]] του εφηβαίου, η ήβη<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐπίσειον]]<br />το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την [[μακρότητα]] του -<i>ι</i>- της προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. [[είναι]] σύνθετη από το <i>επί</i> και [[ἴσος]] (ή <i>ἶσος</i>, στην επική και ιωνική [[ποίηση]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
A v. ἐπίσιον.
German (Pape)
[Seite 976] τό, die Schamgegend, die Schamhaare, Hippocr., mit der v. l. ἐπίσιον, wie Arist. H. A. 1, 15 steht; Lycophr. 1385.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσειον: τό, τὰ περὶ τὴν ἥβην μέρη, Ἱππ. 252. 34, κτλ.· γραφόμενον ὡσαύτως ἐπείσειον, Λυκόφρ. 1385· ἐπίσιον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. - Κατὰ Πολυδ. «αὐτὴ δὲ ἡ τρίχωσις (ἡ περὶ τὸ αἰδοῖον δηλ.) ἥβη τη καὶ ἐπίσιον», κατὰ δὲ Ἡσύχιον: «ἐπίσειον· τὸ αἰδοῖον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».
Greek Monolingual
και επίσιον, το (Α ἐπίσειον και ἐπίσιον)
1. εφήβαιο, το προς την ήβη μέρος του αιδοίου
2. η τρίχωση του εφηβαίου, η ήβη
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσειον
το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την μακρότητα του -ι- της προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. είναι σύνθετη από το επί και ἴσος (ή ἶσος, στην επική και ιωνική ποίηση)].