ῥάχετρον: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥάχετρον''': τό, = [[ῥάχις]], «[[ῥάχετρον]]· ῥαχίς· ὡς πλευρὸν καὶ [[πλευρά]], οἱ δὲ τὴν ῥάχιν τοῦ ἱερείου» Ἡσύχ.· κατὰ Φώτ. «ῥάχετ(ρ)ον: τὸ [[ὄπισθεν]] τοῦ τραχήλου, αφ’ οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως· Δίδυμος δὲ [[πλευρόν]]»· κατὰ δὲ τὸν | |lstext='''ῥάχετρον''': τό, = [[ῥάχις]], «[[ῥάχετρον]]· ῥαχίς· ὡς πλευρὸν καὶ [[πλευρά]], οἱ δὲ τὴν ῥάχιν τοῦ ἱερείου» Ἡσύχ.· κατὰ Φώτ. «ῥάχετ(ρ)ον: τὸ [[ὄπισθεν]] τοῦ τραχήλου, αφ’ οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως· Δίδυμος δὲ [[πλευρόν]]»· κατὰ δὲ τὸν Πολυδ. Β΄, 136 «τὸ [[μέσον]] τῆς ῥάχεως». ΙΙ. [[ἐργαλεῖον]] κρεοπώλου, Πολυδ. Ζ΄, 25· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει βράκετ(ρ)ον, [[δρέπανον]], [[κλαδευτήριον]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α·1. <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> η [[ράχη]] α) «[[ῥάχετρον]]<br />ῥαχίς<br />ὡς πλευρὸν καὶ [[πλευρά]]» <br />β) «[[ῥάχετρον]]<br />ἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῡ ἱερείου»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ [[ὄπισθεν]] τοῡ τραχήλου, ἀφ' οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b> | |mltxt=τὸ, Α·1. <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> η [[ράχη]] α) «[[ῥάχετρον]]<br />ῥαχίς<br />ὡς πλευρὸν καὶ [[πλευρά]]» <br />β) «[[ῥάχετρον]]<br />ἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῡ ἱερείου»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ [[ὄπισθεν]] τοῡ τραχήλου, ἀφ' οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) α) «τὸ [[μέσον]] τῆς ῥαχεως» <br />β) [[εργαλείο]] του κρεοπώλη<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Δίδ. Αλ.) «τὸ [[πλευρόν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάχις]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>τρον</i>, δηλωτικό οργάνου (<b>πρβλ.</b> <i>δέρ</i>-<i>τρον</i>, <i>ῥάκε</i>-<i>τρον</i>), με [[παρέκταση]] -<i>ε</i>- που προέρχεται πιθ. αναλογικά [[προς]] τ. σχηματισμένους από δισύλλαβες ρίζες (<b>πρβλ.</b> [[φέρε]]-<i>τρον</i>: [[φέρω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,= ῥάχις, Hsch.; acc. to Phot.
A the beginning of the spine, acc. to Poll.2.136 the middle; = πλευρόν, Did. ap. Phot. II butcher's knife or chopper, Poll.7.25; Hsch. cites βράκετον (leg. -τρον) = δρέπανον.
German (Pape)
[Seite 835] τό, der Anfang, die Mitte des Rückgrates, das Rückgrat selbst, Hesych. u. a. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάχετρον: τό, = ῥάχις, «ῥάχετρον· ῥαχίς· ὡς πλευρὸν καὶ πλευρά, οἱ δὲ τὴν ῥάχιν τοῦ ἱερείου» Ἡσύχ.· κατὰ Φώτ. «ῥάχετ(ρ)ον: τὸ ὄπισθεν τοῦ τραχήλου, αφ’ οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως· Δίδυμος δὲ πλευρόν»· κατὰ δὲ τὸν Πολυδ. Β΄, 136 «τὸ μέσον τῆς ῥάχεως». ΙΙ. ἐργαλεῖον κρεοπώλου, Πολυδ. Ζ΄, 25· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει βράκετ(ρ)ον, δρέπανον, κλαδευτήριον.
Greek Monolingual
τὸ, Α·1. (κατά τον Ησύχ.) η ράχη α) «ῥάχετρον
ῥαχίς
ὡς πλευρὸν καὶ πλευρά»
β) «ῥάχετρον
ἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῡ ἱερείου»
2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ ὄπισθεν τοῡ τραχήλου, ἀφ' οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως»
3. (κατά τον Πολυδ.) α) «τὸ μέσον τῆς ῥαχεως»
β) εργαλείο του κρεοπώλη
4. (κατά τον Δίδ. Αλ.) «τὸ πλευρόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + επίθημα -ε-τρον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. δέρ-τρον, ῥάκε-τρον), με παρέκταση -ε- που προέρχεται πιθ. αναλογικά προς τ. σχηματισμένους από δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. φέρε-τρον: φέρω)].