ῥιζωνυχία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥιζωνῠχία''': ἡ, ἡ [[ῥίζα]] τοῦ ὄνυχος, [[ἀναγνωστέον]] παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 145, πρβλ. Παῦλ. Αἰγιν. 6. 85· - παρὰ Ρούφῳ Ἐφεσ. σ. 30, -νύχια, τά.
|lstext='''ῥιζωνῠχία''': ἡ, ἡ [[ῥίζα]] τοῦ ὄνυχος, [[ἀναγνωστέον]] παρὰ Πολυδ. Β΄, 145, πρβλ. Παῦλ. Αἰγιν. 6. 85· - παρὰ Ρούφῳ Ἐφεσ. σ. 30, -νύχια, τά.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ή, Α<br />η [[ρίζα]] του νυχιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ακρ</i>-<i>ωνυχία</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=ή, Α<br />η [[ρίζα]] του νυχιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ακρ</i>-<i>ωνυχία</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 21:50, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζωνῠχία Medium diacritics: ῥιζωνυχία Low diacritics: ριζωνυχία Capitals: ΡΙΖΩΝΥΧΙΑ
Transliteration A: rhizōnychía Transliteration B: rhizōnychia Transliteration C: rizonychia Beta Code: r(izwnuxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A root of the nail, Poll.2.145 (pl.), cf. Paul.Aeg.6.85:—in Ruf.Onom.85, ῥιζ-νύχια, τά; but -ίαι Id. ap. Orib.25.1.32.

German (Pape)

[Seite 843] ἡ, die Wurzel des Nagels, Medic.; Poll. 2, 145; ῥιζονυχία ist minder gute Schreibart, ῥιζώνυξ, υχος, falsch.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζωνῠχία: ἡ, ἡ ῥίζα τοῦ ὄνυχος, ἀναγνωστέον παρὰ Πολυδ. Β΄, 145, πρβλ. Παῦλ. Αἰγιν. 6. 85· - παρὰ Ρούφῳ Ἐφεσ. σ. 30, -νύχια, τά.

Greek Monolingual

ή, Α
η ρίζα του νυχιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -ωνυχία (< -ώνυχος < ὄνυξ, -υχος), πρβλ. ακρ-ωνυχία. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].