οἰνοχόη: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oinochoi | |Transliteration C=oinochoi | ||
|Beta Code=oi)noxo/h | |Beta Code=oi)noxo/h | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[vessel for]] taking wine from the mixing-bowl (κρατήρ) and [[pouring]] it into the cups, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span> 744</span>, <span class="bibl">Hermipp.65</span>, <span class="bibl">Eup.361</span>, etc. ; φιάλας τε καὶ οἰ. <span class="bibl">Th.6.46</span> ; χρύσεαι οἰ. <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>820</span> (lyr.) ; | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[vessel for]] taking wine from the mixing-bowl (κρατήρ) and [[pouring]] it into the cups, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span> 744</span>, <span class="bibl">Hermipp.65</span>, <span class="bibl">Eup.361</span>, etc. ; φιάλας τε καὶ οἰ. <span class="bibl">Th.6.46</span> ; χρύσεαι οἰ. <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>820</span> (lyr.) ; [[ἀργυρᾶ]] (-αῖ) <span class="title">IG</span>12.315.3, 22.1388.30, al. ; οἰ. θεῶν σωτήρων <span class="title">OGI</span>214.45 (Didyma). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> a kind of [[sideboard]] to range the wine-cups on, <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.95</span> B. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[female cupbearer]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ec.</span>2.8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:00, 8 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A vessel for taking wine from the mixing-bowl (κρατήρ) and pouring it into the cups, Hes.Op. 744, Hermipp.65, Eup.361, etc. ; φιάλας τε καὶ οἰ. Th.6.46 ; χρύσεαι οἰ. E.Tr.820 (lyr.) ; ἀργυρᾶ (-αῖ) IG12.315.3, 22.1388.30, al. ; οἰ. θεῶν σωτήρων OGI214.45 (Didyma). II a kind of sideboard to range the wine-cups on, Phryn.PSp.95 B. III female cupbearer, LXX Ec.2.8.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοχόη: ἡ, ἀγγεῖόν τι μικρὸν δι’ οὗ ἤντλουν τὸν μεμιγμένον οἶνον ἐκ τοῦ κρατῆρος καὶ ἐνέχεον εἰς τὰ ποτήρια, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 742· φιάλας τε καὶ οἰν. Θουκ. 6. 46· οἰν. χρύσεαι Εὐρ. Τρῳ. 820· ἀργυραῖ Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 30., 151. 22· οἰν. θεῶν σωτήρων 2852. 45. ΙΙ. εἶδος τραπέζης, ἐφ’ ἧς ἐτοποθέτουν κατὰ σειρὰν τὰ ποτήρια, Α. Β. 55. ΙΙΙ. θηλυκ. τοῦ οἰνοχόος, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Β΄, 8).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
œnochoé, vase pour verser le vin dans les coupes, cruche.
Étymologie: οἰνοχόος.
Greek Monolingual
η (Α οἰνοχόη)
(στην αρχαία Ελλάδα) αγγείο με μία λαβή με το οποίο αντλούσαν τον οίνο από τον κρατήρα και τον έχυναν στα ποτήρια
αρχ.
1. είδος τραπεζιού πάνω στο οποίο τοποθετούσαν κατά σειρά τα ποτήρια
2. γυναίκα που κερνούσε το κρασί («ἐποίησά μοι ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας... οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χοή (< χέω), πρβλ. υδρο-χόη].
Greek Monotonic
οἰνοχόη: ἡ (χέω), μικρό αγγείο για άντληση κρασιού από δοχείο μέσα στο οποίο ήταν ανεμεμιγμένο με νερό (κρατήρ), και σερβίρισμά του στα ποτήρια, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοχόη: ἡ ковш для разливания вина Hes., Eur., Thuc.
Middle Liddell
οἰνο-χόη, ἡ, [χέω]
a can for ladling wine from the mixing bowl (κρατήῤ into the cups, Hes., Eur.