νουνεχόντως: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nounechontos | |Transliteration C=nounechontos | ||
|Beta Code=nounexo/ntws | |Beta Code=nounexo/ntws | ||
|Definition=Adv. of | |Definition=Adv. of [[νουνεχής]], as if from Adj. [[νουνέχων]] (i.e. <b class="b3">νοῦν ἔχων</b>), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sensibly]], <span class="bibl">Isoc.5.7</span>(divisim), <span class="bibl">Men.1043</span> (Pl. has <b class="b3">ἐχόντως νοῦν</b>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>686e</span>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:04, 8 July 2020
English (LSJ)
Adv. of νουνεχής, as if from Adj. νουνέχων (i.e. νοῦν ἔχων),
A sensibly, Isoc.5.7(divisim), Men.1043 (Pl. has ἐχόντως νοῦν, Lg.686e).
Greek (Liddell-Scott)
νουνεχόντως: Ἐπίρρ. τοῦ νουνεχὴς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. νουνέχω), νουνεχῶς, φρονίμως, συνετῶς, Ἰσοκρ. 83D, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 426 (Α. Β. 587, 15), ἴδε Λοβ. Φρύν. 604, πρβλ. 599· ὁ Πλάτ. χωρίζει τὰς λέξεις, ἐχόντως νοῦν, 686 Ε.
French (Bailly abrégé)
adv.
sagement, prudemment.
Étymologie: νοῦν, acc. de νοῦς ; ἔχων, part. de ἔχω.
Greek Monolingual
νουνεχόντως (Α)
επίρρ. συνετά, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε -όντως (πρβλ. προ-εχόντως, υπερ-εχόντως)].
Russian (Dvoretsky)
νουνεχόντως: Isocr., Men. = νουνεχῶς.