πεπαίτερος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(3b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pepaiteros
|Transliteration C=pepaiteros
|Beta Code=pepai/teros
|Beta Code=pepai/teros
|Definition=and πέντ-τατος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[πέπων]]. πεπᾰλαγμένος, πεπάλακτο, v. [[παλάσσω]]. πεπᾰλών, v. [[πάλλω, ἀμπεπαλών]]. πέπᾱμαι, v. [[Πάομαι]]. πέπανα· <b class="b3">πλακούντια</b>, Hsch. (leg. <b class="b3">πόπανα</b>).</span>
|Definition=and πέντ-τατος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[πέπων]]. πεπᾰλαγμένος, πεπάλακτο, v. [[παλάσσω]]. πεπᾰλών, v. [[πάλλω, ἀμπεπαλών]]. πέπᾱμαι, v. [[Πάομαι]]. πέπανα· [[πλακούντια]], Hsch. (leg. [[πόπανα]]).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:55, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπαίτερος Medium diacritics: πεπαίτερος Low diacritics: πεπαίτερος Capitals: ΠΕΠΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: pepaíteros Transliteration B: pepaiteros Transliteration C: pepaiteros Beta Code: pepai/teros

English (LSJ)

and πέντ-τατος,

   A v. πέπων. πεπᾰλαγμένος, πεπάλακτο, v. παλάσσω. πεπᾰλών, v. πάλλω, ἀμπεπαλών. πέπᾱμαι, v. Πάομαι. πέπανα· πλακούντια, Hsch. (leg. πόπανα).

German (Pape)

[Seite 559] u. πεπαίτατος, irr. comp. u. superl. zu πέπων, reifer, weicher, milder; μοῖρα, Aesch. Ag. 1338; vom Alter, νέᾳ, παλαιᾷ, μεσοκόπῳ, πεπαιτέρᾳ, Xenarch. bei Ath. XIII, 569 c; superl. πεπαίτατος, der reifste, Alexis bei Ath. XIV, 650.

Greek (Liddell-Scott)

πεπαίτερος: καὶ -τατος, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ πέπων.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α
ανώμαλος τ. συγκριτ. του πέπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού του πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ' επίδραση του πεπαίνω (πρβλ. παλαίτερος)].

Greek Monotonic

πεπαίτερος: και -τατος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του πέπων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεπαίτερος comp. van 1. πέπων.

Russian (Dvoretsky)

πεπαίτερος: compar. к πέπων.