ἀποτμήγω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apotmigo
|Transliteration C=apotmigo
|Beta Code=a)potmh/gw
|Beta Code=a)potmh/gw
|Definition=Ep. for <b class="b3">ἀποτέμνω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cut off from]], μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος <span class="bibl">Il.22.456</span>; τὸν . . λαοῦ ἀποτμήξαντε <span class="bibl">10.364</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[cut off]], [[sever]], χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας <span class="bibl">11.146</span>; μήδεα <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>188</span>; <b class="b3">κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι</b> [[plough]] the hill-sides, <span class="bibl">Il.16.390</span>:— Pass., μοῦνοι ἀποτμηγέντες <span class="bibl">A.R.4.1052</span>: c. gen., τοῦ ἑνός <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span> 34</span>.</span>
|Definition=Ep. for [[ἀποτέμνω]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cut off from]], μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος <span class="bibl">Il.22.456</span>; τὸν . . λαοῦ ἀποτμήξαντε <span class="bibl">10.364</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[cut off]], [[sever]], χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας <span class="bibl">11.146</span>; μήδεα <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>188</span>; <b class="b3">κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι</b> [[plough]] the hill-sides, <span class="bibl">Il.16.390</span>:— Pass., μοῦνοι ἀποτμηγέντες <span class="bibl">A.R.4.1052</span>: c. gen., τοῦ ἑνός <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span> 34</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:50, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτμήγω Medium diacritics: ἀποτμήγω Low diacritics: αποτμήγω Capitals: ΑΠΟΤΜΗΓΩ
Transliteration A: apotmḗgō Transliteration B: apotmēgō Transliteration C: apotmigo Beta Code: a)potmh/gw

English (LSJ)

Ep. for ἀποτέμνω,

   A cut off from, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Il.22.456; τὸν . . λαοῦ ἀποτμήξαντε 10.364, etc.    2 cut off, sever, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας 11.146; μήδεα Hes.Th.188; κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι plough the hill-sides, Il.16.390:— Pass., μοῦνοι ἀποτμηγέντες A.R.4.1052: c. gen., τοῦ ἑνός Dam.Pr. 34.

German (Pape)

[Seite 331] p. = ἀποτέμνω, abschneiden, λαιμὸν ἀποτμήξειε (v. l. ἀπαμήσειε) σιδήρῳ Iliad. 18, 34; τῷ (ἄορι) οἱ ἀποτμήξας (v. l. ἀποπλήξας) κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι Od. 10, 440; χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας (v. l. πλήξας) Iliad. 11, 146; κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι 16, 390; μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος 22, 456; τὸν λαοῦ ἀποτμήξαντε διώκετον 10, 364; ὡς εἴ ἑ βιῴατο μοῦνον ἐόντα ἀποτμήξαντες ἐνὶ ὑσμίνῃ 11, 468; – Hes. Th. 188; Ap. Rh. 4, 1502.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτμήγω: μέλλ. -ξω, Ἐπ. ἀντὶ ἀποτέμνω, ἀποκόπτω, ἀποχωρίζω, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Ἰλ. Χ. 456· τὸν... λαοῦ ἀποτμήξαντε Κ. 364, κτλ.· ἀποκόπτω τι διὰ ξίφους, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας Λ. 146· πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ’ ἀποτμήγουσι χαράδραι, «πολλὰς δὲ ὀρέων ἀποκλίσεις ἀποτέμνονται οἱ ὑπὸ τῶν χειμάρρων ἐκρησσόμενοι αὐλῶνες» (Σχόλ.), Π. 390: - Παθ., μοῦνοι ἀποτμηγέντες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1052.

French (Bailly abrégé)

1 séparer en coupant, couper : χεῖρας IL, λαιμόν IL les mains, la gorge;
2 fig. τινα λαοῦ, πόλιος IL amener (un combattant) à l’écart, loin de l’armée, loin (des murs) de la ville.
Étymologie: ἀπό, τμήγω.

English (Autenrieth)

(= ἀποτέμνω), aor. opt. ἀποτμήξειε, part. ἀποτμήξᾶς: cut off, sever; κλῖτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι, ‘score,’ Il. 16.390; fig., cut off, intercept, Il. 10.364, Il. 11.468.

Spanish (DGE)

1 cortar, seccionar χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας Il.11.146, λαιμόν Il.18.34 (var.), cf. Nic.Al.101, κεφαλήν Od.10.440, μήδεα Hes.Th.188, cf. Nonn.Par.Eu.Io.7.21, βόστρυχον ... καρήνου Nonn.D.2.640, δόνακας Agath.5.22.9, δίκτυον AP 11.52
en v. med. mismo sent. ἀποτμήξαιο κορύνην Nic.Th.853.
2 en la tierra o edificios cortar, producir cortaduras en πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι entonces las torrenteras forman muchas ramblas, Il.16.390, Ἰνδὸς γαῖαν ἀποτμήγει el Indo delimita la tierra D.P.1133
en v. med. mismo sent. ἰσθμὸν ἀποτμήξαντο en una construcción cortaron el pasillo Paul.Sil.Ambo 295.
3 de pers. cortar el paso o la retirada, aislar, separar ἕ ... μοῦνον ἐόντα Il.11.468
c. ac. y gen. τὸν ... λαοῦ Il.10.364, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Il.22.456, οὓς ... πατρῴης ... ἀποτμήξαντες ἀρούρης Nonn.D.14.43, en v. pas. ὅτε μοῦνοι ἀποτμηγέντες ἔασιν cuando están solos y separados A.R.4.1052.
4 de abstr. y ciertos continuos cortar, separar οὐ γὰρ ἀποτμήξει τὸ ἐὸν τοῦ ἐόντος ἔχεσθαι no separará al ser de estar unido al ser Parm.B 4.2, cf. en v. pas. ὡς μὴ ἀποτμήγεσθαι τοῦ ἑνὸς τὸ ἑνὸς τὸ ἕν Dam.Pr.34 (p.68)
de un preparado separar, apartar ἔνθεν ἀποτμήγων ... δραχμαῖον de ahí apartando una dracma Nic.Th.713.

Greek Monolingual

ἀποτμήγω (Α)
(επικ. τ. του αποτέμνω) αποκόπτω, αποχωρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + τμήγωκόπτω, σχίζω»), συνηθέστ. συνθ. με τις προθ. από και διά].

Greek Monotonic

ἀποτμήγω: μέλ. -ξω, Επικ. αντί ἀπο-τέμνω·
1. αποκόπτω από, τινά τινός, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αποκόπτω, αποσχίζω, αποχωρίζω, στο ίδ.· κλιτῦς ἀποτμήγω, διαχωρίζω ή διασχίζω τις πλαγιές ενός βουνού, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτμήγω: эп. = ἀποτέμνω.

Middle Liddell


1. epic for ἀποτέμνω, to cut off from, τινά τινος Il.
2. to cut off, sever, Il.; κλιτῦς ἀπ. to cut up or plough the hill-sides, Il.