καταμαρτυρώ: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM καταμαρτυρῶ, -έω)<br />[[μαρτυρώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταθέτω]] ενώπιον δικαστικής αρχής σε [[βάρος]] κάποιου, [[καταθέτω]] δυσμενή [[μαρτυρία]] για κάποιον, [[ενοχοποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=(AM καταμαρτυρῶ, -έω)<br />[[μαρτυρώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταθέτω]] ενώπιον δικαστικής αρχής σε [[βάρος]] κάποιου, [[καταθέτω]] δυσμενή [[μαρτυρία]] για κάποιον, [[ενοχοποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>καταμαρτυροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) δίδονται μαρτυρίες εις [[βάρος]] μου<br />β) (για [[μαρτυρία]]) φέρομαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[βεβαιώνω]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[ασκώ]] κακή [[επίδραση]] σε κάποιον. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:27, 24 October 2020
Greek Monolingual
(AM καταμαρτυρῶ, -έω)
μαρτυρώ εναντίον κάποιου, καταθέτω ενώπιον δικαστικής αρχής σε βάρος κάποιου, καταθέτω δυσμενή μαρτυρία για κάποιον, ενοχοποιώ
αρχ.
1. παθ. καταμαρτυροῦμαι, -έομαι
α) δίδονται μαρτυρίες εις βάρος μου
β) (για μαρτυρία) φέρομαι εναντίον κάποιου
2. βεβαιώνω
3. αστρολ. ασκώ κακή επίδραση σε κάποιον.