δακτυλῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(8)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daktylitis
|Transliteration C=daktylitis
|Beta Code=daktuli=tis
|Beta Code=daktuli=tis
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀριστολοχεία μακρά]], Dsc.3.4, Isid.<span class="title">Etym.</span>17.9.52.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀριστολοχεία μακρά]], Dsc.3.4, Isid.<span class="title">Etym.</span>17.9.52.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:50, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλῖτις Medium diacritics: δακτυλῖτις Low diacritics: δακτυλίτις Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΤΙΣ
Transliteration A: daktylîtis Transliteration B: daktylitis Transliteration C: daktylitis Beta Code: daktuli=tis

English (LSJ)

ἡ,    A = ἀριστολοχεία μακρά, Dsc.3.4, Isid.Etym.17.9.52.

German (Pape)

[Seite 520] ιδος, ἡ, eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλῖτις: ἡ, εἶδος φυτοῦ (aristolochia longa ?) Διοσκ. 3. 5.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ
bot. aristoloquia larga, Aristolochia longa L., Dsc.3.4, Heras en Gal.13.544, Isid.Etym.17.9.52, cf. δακτυλίς 3.

Greek Monolingual

η (Α δακτυλῑτις)
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών από τα οποία το γνωστότερο είναι η δακτυλίτις η πορφυρά
αρχ.
το φυτό αριστολοχεία η μακρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία του φυτού οφείλεται στο σχήμα της ρίζας του που μοιάζει με δάχτυλο].