καιρικός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kairikos | |Transliteration C=kairikos | ||
|Beta Code=kairiko/s | |Beta Code=kairiko/s | ||
|Definition=ἡ, όν, <span class="sense" | |Definition=ἡ, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[timely]], ἀπαγγελίαι <span class="title">IG</span>3.769. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[appropriate to certain times]] or [[seasons]], [[seasonable]], ἄνθη <span class="title">PMag.Leid.W.</span>24.1. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> Astrol., [[belonging to the]] [[καιρός]] or [[chronocratory]], κ. Χρόνοι Ἀφροδίτης Nech. ap. <span class="bibl">Vett.Val.289.37</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">c</span> Astron., <b class="b3">ὧραι κ</b>. hours of the kind [[that vary in length with the season]], opp. [[ἰσημεριναί]], Ptol.<span class="title">Alm.</span>4.11, 7.3, <span class="bibl"><span class="title">Tetr.</span>76</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> Gramm., [[temporal]], <span class="bibl">Eust.17.3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> <b class="b3">καιρικαὶ βαφαί</b>, dub. sens. in Zos.Alch.<span class="bibl">p.246B.</span>, cf. <span class="bibl">p.228</span>, <span class="bibl">239</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:15, 10 December 2020
English (LSJ)
ἡ, όν, A timely, ἀπαγγελίαι IG3.769. 2 appropriate to certain times or seasons, seasonable, ἄνθη PMag.Leid.W.24.1. b Astrol., belonging to the καιρός or chronocratory, κ. Χρόνοι Ἀφροδίτης Nech. ap. Vett.Val.289.37. c Astron., ὧραι κ. hours of the kind that vary in length with the season, opp. ἰσημεριναί, Ptol.Alm.4.11, 7.3, Tetr.76. 3 Gramm., temporal, Eust.17.3. 4 καιρικαὶ βαφαί, dub. sens. in Zos.Alch.p.246B., cf. p.228, 239, al.
German (Pape)
[Seite 1296] zur Zeit gehörig, sie betreffend, Sp., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
καιρικός: -ή, -όν, τοῦ καιροῦ, ἀνήκων εἰς τὸν καιρόν, Εὐστ. 17. 3. -Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 266. 94.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM καιρικός, -ή, -όν) καιρός
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον καιρό, δηλ. στην ατμοσφαιρική κατάσταση, ο ατμοσφαιρικός («καλές καιρικές συνθήκες»)
2. αυτός που οφείλεται στον καιρό («καιρικές αλλοιώσεις τών αρχαίων μνημείων»)
μσν.
γραμμ. ο χρονικός
αρχ.
1. αυτός που γίνεται έγκαιρα, ο επίκαιρος
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή
3. αστρολ. αυτός που ανήκει στη χρονική περίοδο αστέρα
4. (για ώρες) αυτός που έχει άνιση διάρκεια, αυτός του οποίου η διάρκεια ποικίλλει αναλόγως του μήκους και της εποχής.
επίρρ...
καιρικῶς (Μ)
με καιρικό τρόπο.