καλάθωσις: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kalathosis | |Transliteration C=kalathosis | ||
|Beta Code=kala/qwsis | |Beta Code=kala/qwsis | ||
|Definition=[λᾰ], εως, ἡ, <span class="sense" | |Definition=[λᾰ], εως, ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[coffering]] of a ceiled roof, <span class="title">Gloss.</span>; cf. καλαθίσκος <span class="bibl">1.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλάθωσις]], ἡ (Μ) [[καλαθώ]]<br /><b>1.</b> [[φάτνωση]], [[κατασκευή]] οροφής διακοσμημένης με διάφορα ποικίλματα, [[κυρίως]] με καλαθίσκους, με διακοσμήσεις σε [[σχήμα]] καλαθιού<br /><b>2.</b> η [[ίδια]] η [[διακόσμηση]] της οροφής με γλυπτούς καλαθίσκους<br /><b>3.</b> η διακοσμημένη ή γλυπτή [[οροφή]], [[ιδίως]] με γλυπτούς καλαθίσκους. | |mltxt=[[καλάθωσις]], ἡ (Μ) [[καλαθώ]]<br /><b>1.</b> [[φάτνωση]], [[κατασκευή]] οροφής διακοσμημένης με διάφορα ποικίλματα, [[κυρίως]] με καλαθίσκους, με διακοσμήσεις σε [[σχήμα]] καλαθιού<br /><b>2.</b> η [[ίδια]] η [[διακόσμηση]] της οροφής με γλυπτούς καλαθίσκους<br /><b>3.</b> η διακοσμημένη ή γλυπτή [[οροφή]], [[ιδίως]] με γλυπτούς καλαθίσκους. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 10 December 2020
English (LSJ)
[λᾰ], εως, ἡ, A coffering of a ceiled roof, Gloss.; cf. καλαθίσκος 1.2.
Greek Monolingual
καλάθωσις, ἡ (Μ) καλαθώ
1. φάτνωση, κατασκευή οροφής διακοσμημένης με διάφορα ποικίλματα, κυρίως με καλαθίσκους, με διακοσμήσεις σε σχήμα καλαθιού
2. η ίδια η διακόσμηση της οροφής με γλυπτούς καλαθίσκους
3. η διακοσμημένη ή γλυπτή οροφή, ιδίως με γλυπτούς καλαθίσκους.