καταδίκη: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katadiki | |Transliteration C=katadiki | ||
|Beta Code=katadi/kh | |Beta Code=katadi/kh | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[judgement given against]] one, [[sentence]], <span class="bibl">Epich.148.5</span>, <span class="bibl">Plb.25.3.1</span> (pl.), <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>12.27</span>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.12S., <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>25.15</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>29</span>, <span class="bibl"><span class="title">PGnom.</span>208</span> (ii A. D.); κ. εἰς μονομάχους <span class="bibl">Artem.4.65</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[damages]] or [[fine]], <span class="bibl">Th.5.49</span>, <span class="bibl">50</span>, <span class="bibl">D.47.52</span>, <span class="bibl"><span class="title">PHal.</span>1.52</span> (iii B.C.); <b class="b3">μετεῖναι αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς κ</b>. <span class="title">IG</span> 12(8).267.16 (Thasos, iii B.C.), cf. <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.156 (pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:05, 10 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A judgement given against one, sentence, Epich.148.5, Plb.25.3.1 (pl.), LXX Wi.12.27, Phld.Rh.1.12S., Act.Ap.25.15, Plu.Cor.29, PGnom.208 (ii A. D.); κ. εἰς μονομάχους Artem.4.65. 2 damages or fine, Th.5.49, 50, D.47.52, PHal.1.52 (iii B.C.); μετεῖναι αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς κ. IG 12(8).267.16 (Thasos, iii B.C.), cf. Tab.Heracl.1.156 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1346] ἡ, Verurtheilung, Bestrafung; Epicharm. bei Ath. II, 36 d; πρὸς καταδίκας ἐκπεπτωκότες, verbannt, Pol. 26, 5, 1; Sp., wie Plut. adv. Col. 32. – Die Strafe, Luc. D. Mort. 10 E.; bes. Geldstrafe, ἡ κατ. δισχίλιαι μναῖ ἦσαν Thuc. 5, 49; ἐκτετικέναι, ἀπολαβεῖν, Dem. 21, 91. 47, 52 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
καταδίκη: ῐ, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἐπίχαρμ. 99 Ahr.· ἡ χρηματικὴ ποινή, ἀποζημίωσις, Θουκ. 5. 49, 50, Δημ. 1155. 2· μετεῖναι αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς καταδίκης Συλλ. Ἐπιγρ. 2161. 16, πρβλ. 2556. 52., 5774. 156.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 condamnation;
2 punition, peine, particul. amende.
Étymologie: κατά, δίκη.
Greek Monolingual
η (AM καταδίκη)
1. επιβολή ποινής
2. η τιμωρία ή η ποινή που επιβάλλεται από το δικαστήριο
νεοελλ.
μεγάλη δοκιμασία, μαρτύριο, ταλαιπωρία, συμφορά («σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη», Βαλαωρ.)
αρχ.
χρηματική ποινή, αποζημίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δίκη.
Greek Monotonic
καταδίκη: [ῐ], ἡ, καταδίκη· χρηματική ποινή, αποζημίωση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
καταδίκη: (ῐ) ἡ
1) обвинительный приговор, осуждение: πρὸς καταδίκας ἐκπεπτωκότες Polyb. изгнанные на основании судебных решений;
2) наказание, кара, штраф (ἡ κ. δισχίλιαι μναῖ ἦσαν Thuc.; κ. βαρεῖα Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δίκη -ης, ἡ veroordeling; straf, spec. boete:. ἡ δὲ καταδίκη δισχίλιαι μναῖ ἦσαν de boete bedroeg tweeduizend minai Thuc. 5.49.1.
Middle Liddell
judgment given against one: the damages awarded, Thuc.
Chinese
原文音譯:d⋯kh 笛咳
詞類次數:名詞(4)
原文字根:義(的事) 相當於: (רִיב / רִיבָה)
字義溯源:公正*,公義的刑罰,懲罰,刑罰,宣判,定罪,天理;或源自(δείκνυμι / δεικνύω)=顯示*)
同源字:1) (ἀδικέω)行不義 2) (ἀδίκημα)惡行 3) (ἀδικία)不公義 4) (ἄδικος / ἀδικοκρίτης)不義的 5) (ἀδίκως)不義地 6) (ἀντίδικος)對頭 7) (δικαιοκρισία)公義判決 8) (δίκαιος)公平的 9) (δικαιοσύνη)公平 10) (δικαιόω)稱義 11) (δικαίωμα)公平的行為 12) (δικαίως)公平地 13) (δικαίωσις)宣告無罪 14) (δικαστής)審判官 15) (δίκη / καταδίκη)公正 16) (ἐκδικέω)辯護 17) (ἐκδίκησις)辯白 18) (ἔκδικος)伸張公義 19) (ἔνδικος)合乎公正的 20) (δικάζω / καταδικάζω)判罰 21) (καταδίκη)法庭宣判 22) (ὑπόδικος)在判決之下
出現次數:總共(4);徒(2);帖後(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 刑罰(2) 帖後1:9; 猶1:7;
2) 天理(1) 徒28:4;
3) 宣判(1) 徒25:15