κηροχίτων: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kirochiton | |Transliteration C=kirochiton | ||
|Beta Code=khroxi/twn | |Beta Code=khroxi/twn | ||
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ωνος, ὁ, ἡ</b>, <span class="sense" | |Definition=[<b class="b3">ῐ], ωνος, ὁ, ἡ</b>, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[clad in wax]], λαμπάς <span class="title">AP</span>6.249 (Antip.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:05, 11 December 2020
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A clad in wax, λαμπάς AP6.249 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1434] ωνος, mit Wachs bekleidet, λαμπάς Antp. Th. 13 (VI, 249).
Greek (Liddell-Scott)
κηροχίτων: ῑ, ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος κηρόν, λαμπάδα κηροχίτωνα Ἀνθ. Π. 6. 249.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
à la robe de cire, recouvert de cire.
Étymologie: κηρός, χιτών.
Greek Monolingual
κηροχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
ο περιβεβλημένος με κηρό, κέρινος («λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο-χίτων, χαλκο-χίτων].
Greek Monotonic
κηροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος με κερί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κηροχίτων: ωνος (ῐ) adj. покрытый или облитый воском (λαμπάς Anth.).
Middle Liddell
κηρο-χί˘των, ωνος,
clad in wax, Anth.