λυμαντήρ: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lymantir | |Transliteration C=lymantir | ||
|Beta Code=lumanth/r | |Beta Code=lumanth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense" | |Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[spoiler]], [[destroyer]], φιλίας <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>3.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:05, 11 December 2020
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A spoiler, destroyer, φιλίας X.Hier.3.3.
Greek (Liddell-Scott)
λῡμαντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, καταστροφεύς, ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: λυμαίνομαι.
Greek Monolingual
λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A)
λυμαίνω
αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας.
Greek Monotonic
λῡμαντήρ: -ῆρος, ὁ, καταστροφέας, αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει κάτι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λῡμαντήρ: ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель (φιλίας Xen.).