μεθοδεύω: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=methodeyo | |Transliteration C=methodeyo | ||
|Beta Code=meqodeu/w | |Beta Code=meqodeu/w | ||
|Definition=aor. with double augm. <span class="sense" | |Definition=aor. with double augm. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> ἐμεθώδευσα <span class="bibl">D.L.8.83</span>: pf. Pass. μεμεθώδευμαι <span class="bibl">Eust.1325.32</span>: (μέθοδος):—[[treat]] or [[practise by rule]] or [[method]], τέχνην Phld.<span class="title">Rh.</span>1.31 S., Ph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>8.14</span>, cf. <span class="bibl">D.H. <span class="title">Th.</span>19</span>, <span class="bibl">D.S.1.15</span>; <b class="b3">τὴν ἀλήθειαν ἐκ τῆς ἐμπειρίας μ</b>. ib.<span class="bibl">81</span>; τέχνας <span class="bibl">D.H. 2.28</span>:—Pass., <span class="bibl">Ph.1.212</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[deal with]], i.e. [[remove]], [[avert]] an impending misfortune, <span class="title">PMag.Leid.W.</span>16.13. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> c. acc. pers., <b class="b2">defraud, 'get round'</b>, <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>115.5.1</span>:—Pass., ib.<span class="bibl">124.3</span>; γυνὴ -εύεται ἐπαίνοις <span class="bibl">Charito 7.6</span>:—abs. in Act., [[employ craft]], <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ki.</span>19.27</span>:—in Med., <span class="bibl">Plb.38.12.10</span>, Arg.D.47. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> Medic., <b class="b2">treat, 'doctor'</b>, in Pass., Orib.<span class="title">Fr.</span>74, <span class="bibl">Paul.Aeg.6.26</span>: metaph., <b class="b3">πᾶς λίβανος δολοῦται τῇ… ῥητίνῃ -ευομένῃ</b> (v.l. -ευόμενος) Dsc.1.68. </span><span class="sense"> <span class="bld">5</span> [[collect]], [[exact]] a tax or debt, <span class="title">Cod.Just.</span>10.19.9.1, 1.3.38.2.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:15, 11 December 2020
English (LSJ)
aor. with double augm. A ἐμεθώδευσα D.L.8.83: pf. Pass. μεμεθώδευμαι Eust.1325.32: (μέθοδος):—treat or practise by rule or method, τέχνην Phld.Rh.1.31 S., Ph. ap. Eus.PE8.14, cf. D.H. Th.19, D.S.1.15; τὴν ἀλήθειαν ἐκ τῆς ἐμπειρίας μ. ib.81; τέχνας D.H. 2.28:—Pass., Ph.1.212. 2 deal with, i.e. remove, avert an impending misfortune, PMag.Leid.W.16.13. 3 c. acc. pers., defraud, 'get round', Just.Nov.115.5.1:—Pass., ib.124.3; γυνὴ -εύεται ἐπαίνοις Charito 7.6:—abs. in Act., employ craft, LXX 2 Ki.19.27:—in Med., Plb.38.12.10, Arg.D.47. 4 Medic., treat, 'doctor', in Pass., Orib.Fr.74, Paul.Aeg.6.26: metaph., πᾶς λίβανος δολοῦται τῇ… ῥητίνῃ -ευομένῃ (v.l. -ευόμενος) Dsc.1.68. 5 collect, exact a tax or debt, Cod.Just.10.19.9.1, 1.3.38.2.
German (Pape)
[Seite 113] eigtl. nachgehen, verfolgen, μετέρχεσθαι erkl. Hesych., Sp., bes. einen Gegenstand kunstgemäß, nach den Regeln, methodisch abhandeln, D. Hal. iud. Thuc. 19; γεωμέτρου τὴν ἀλήθειαν ἐκ τῆς ἐμπειρίας μεθοδεύσαντος, D. Sic. 1, 81; πῶς μεθοδεύεται γυνή, 7, 16, wie eine Frau zu behandeln, ihr beizukommen ist; dah. von den Rednern auch = durch rhetorische Kunstgriffe überlisten, betrügen, so im med., Pol. 38, 4, 10; vgl. argum. Dem. or. 47; Rhett. u. a. Sp., wie Charit. 7, 6; μεμεθώδευμαι führt Eust. 1325, 32 an.
Greek (Liddell-Scott)
μεθοδεύω: ἀόριστός τις μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἐμεθώδευσα εὕρηται ἐν Διογ. Λ. 8. 83· καὶ παθ. πρκμ. μεμεθώδευμαι ἐν Εὐστ. 1325. 32· (μέθοδος). Ποιῶ τι κατὰ μέθοδον, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 1. 15, 81, κτλ. 2) μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, πανουργίαν Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 27)· καὶ ἐν μέσ. τύπῳ, Πολύβ. 38. 4, 13· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ. ΙΙ. κυβερνῶ, διοικῶ· Παθ., γυνὴ μεθοδεύεται ἐπαίνοις Χαρίτων 7. 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεθοδεύει· μετέρχεται ἢ διέρχεται».
French (Bailly abrégé)
1 suivre de près, à la piste ; fig. poursuivre d’une manière régulière et méthodique, faire avec méthode, acc.;
2 suivre par des voies détournées ; capter, tromper, séduire;
Moy. user de ruses, particul. d’artifices oratoires.
Étymologie: μέθοδος.
Greek Monolingual
(ΑM μεθοδεύω) μέθοδος
κάνω κάτι με μέθοδο, εκτελώ κάτι με σύστημα και με τέχνη
νεοελλ.
1. οργανώνω συστηματικά και εκ του αφανούς κάτι επιδιώκοντας ορισμένο σκοπό, κατευθύνω, σκηνοθετώ («μεθοδεύουν φιλοτουρκική λύση του κυπριακού»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μεθοδευμένος, -η, -ο
οργανωμένος μεθοδικά εκ του αφανούς από κάποιον με ορισμένο σκοπό («επρόκειτο για μεθοδευμένη ενέργεια»)
μσν.
1. υποδεικνύω τη μέθοδο για κάτι, δίνω οδηγίες
2. μελετώ καλά, αξιολογώ
3. (σχετικά με αριθμ. πρόβλημα) υπολογίζω, επιλύω
μσν.-αρχ.
1. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, μηχανεύομαι, εξαπατώ («γυνὴ μεθοδεύεται ἐπαίνοις», Ιουστιν.)
2. παθ. μεθοδεύομαι
θεραπεύομαι
αρχ.
1. εισπράττω φόρους
2. αποκρούω ή απομακρύνω μεθοδικά
3. κυβερνώ
4. εκφράζω με λόγια
5. διαστρεβλώνω λόγια.
Greek Monotonic
μεθοδεύω: (μέθοδος), μέλ. -σω, εξαπατώ μεθοδικά, χρησιμοποιώ δόλια τεχνάσματα, σε Π.Δ. (Εβδομήκοντα).
Russian (Dvoretsky)
μεθοδεύω:
1) выслеживать, прослеживать, разыскивать (τὴν ἀλήθεικν ἐκ τῆς ἐμπειρίας Diod.): πῶς μεθοδεύεται; Diod. как (к этому) подойти?;
2) med. перехитрить Dem., Polyb.
Middle Liddell
fut. σω μέθοδος
to treat by method: to use cunning devices, employ craft, Lxx.