νιφόβολος: Difference between revisions
Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nifovolos | |Transliteration C=nifovolos | ||
|Beta Code=nifo/bolos | |Beta Code=nifo/bolos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[snowclad]], δειράσι ν. Παρνασοῦ <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>206</span> (lyr.); ν. πεδία <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>952</span>; <b class="b3">ν. ἀναβολαί</b>, a burlesque on the bombast of dithyrambic poets, ib.<span class="bibl">1385</span>; πέτραι Ἑλικωνίδες <span class="bibl">Limen.3</span>; ὄρεα Simm.26.19; ὄρη <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sert.</span>17</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:40, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A snowclad, δειράσι ν. Παρνασοῦ E.Ph.206 (lyr.); ν. πεδία Ar.Av.952; ν. ἀναβολαί, a burlesque on the bombast of dithyrambic poets, ib.1385; πέτραι Ἑλικωνίδες Limen.3; ὄρεα Simm.26.19; ὄρη Plu.Sert.17.
Greek (Liddell-Scott)
νιφόβολος: -ον, χιονόβλητος, καλυπτόμενος διὰ χιόνων, ν. δειράσι Παρνασοῦ Εὐρ. Φοίν. 206· ν. πεδία Ἀριστοφ. Ὄρν. 952· ν. ἀναβολαί, σκῶμμα περὶ τοῦ ψυχροῦ κόμπου τῶν διθυραμβικῶν ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1385.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert de neige, propr. battu par la neige.
Étymologie: *νίψ neige, βάλλω.
Greek Monolingual
νιφόβολος, -ον (Α)
1. σκεπασμένος με χιόνι, χιονοσκεπής
2. μτφ. σκωπτικός χαρακτηρισμός τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῑν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. -ο- + -βόλος (< βάλλω)].
Greek Monotonic
νιφόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που βλήθηκε από το χιόνι, χιονοσκεπής, λέγεται για βουνά, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
νῐφόβολος: покрытый снегом, оснеженный (νάπος Eur.; πεδία Arph.; ὄρη Plut.).
Middle Liddell
νιφό-βολος, ον, βάλλω
snow-stricken, snowclad, of mountains, Eur., Ar.