πίσσανθος: Difference between revisions
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(32) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pissanthos | |Transliteration C=pissanthos | ||
|Beta Code=pi/ssanqos | |Beta Code=pi/ssanqos | ||
|Definition=εος, τό, <span class="sense" | |Definition=εος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">the oily fluid that rises to the surface when the raw pitch is left to stand</b>, Gal.11.520.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:35, 11 December 2020
English (LSJ)
εος, τό, A the oily fluid that rises to the surface when the raw pitch is left to stand, Gal.11.520.
German (Pape)
[Seite 619] τό, der dünne, obenauf schwimmende Theil des flüssigen Pechs, flos picis, auch πισσέλαιον u. ὄῤῥος πίσσης, Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πίσσανθος: -εος, τό, τὸ ἐλαιῶδες ὑγρὸν τὸ ἀνερχόμενον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ὅταν ἡ ὠμὴ πίσσα ἀφεθῇ πολὺν χρόνον εἰς μέρος τι, Λατ. flos pisis, Γαλην.˙ ὅπερ ὁ Ἱππ. καλεῖ ὀρρός πίσσης, 877Α (πρβλ. ὀρρόπισσα), παρὰ Διοσκ. πισσέλαιον 1. 95.
Greek Monolingual
-εος και -ους, τὸ, Α
ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος.