προσκύπτω: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proskypto | |Transliteration C=proskypto | ||
|Beta Code=prosku/ptw | |Beta Code=prosku/ptw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[stoop to]] or [[over]] one, ὅταν . . προσκύψασα φιλήσῃ <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span> 608</span>; ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφώς <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>449b</span>; <b class="b3">π. τινὶ πρὸς τὸ οὖς</b> [[lean towards]] one [[and whisper in]] his ear, <span class="bibl">Id.<span class="title">Euthd.</span>275e</span>; <b class="b3">πρὸς τὸ οὖς</b> cj. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>2.10</span>; π. πρός τινα <span class="bibl">Ath.5.181f</span>; προσεκεκύφει τῇ γῇ <span class="bibl">Longin.<span class="title">Rh.</span>p.180</span> H.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:30, 11 December 2020
English (LSJ)
A stoop to or over one, ὅταν . . προσκύψασα φιλήσῃ Ar.V. 608; ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφώς Pl.R.449b; π. τινὶ πρὸς τὸ οὖς lean towards one and whisper in his ear, Id.Euthd.275e; πρὸς τὸ οὖς cj. in Thphr.Char.2.10; π. πρός τινα Ath.5.181f; προσεκεκύφει τῇ γῇ Longin.Rh.p.180 H.
German (Pape)
[Seite 771] sich wohin bücken, neigen; προσκύψασα φιλήσῃ, Ar. Vesp. 608; ἔλεγεν ἄττα προσκεκυφώς, Plat. Rep. V, 449 b; πρὸς τὸ οὖς, um ins Ohr zu flüstern, Euthyd. 275 e; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 849.
Greek (Liddell-Scott)
προσκύπτω: κύπτω πρός τινα, ὅταν… προσκύψασα φιλήσῃ Ἀριστοφ. Σφ. 608· ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφὼς Πλάτ. Πολ. 449Β· πρ. τινὶ πρὸς τὸ οὖς, κύπτω πρός τινα καὶ ψιθυρίζω πρὸς τὸ οὖς αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 275Ε· οὕτω, πρ. πρός τινα Ἀθήν. 181F.
French (Bailly abrégé)
se pencher vers, avec πρός et l’acc..
Étymologie: πρός, κύπτω.
Greek Monolingual
ΜΑ κύπτω
μσν.
σκύβω προς τα έξω, γέρνω από το παράθυρο ή από τον εξώστη
αρχ.
κλίνω, γέρνω προς κάποιον, σκύβω.
Greek Monotonic
προσκύπτω: μέλ. -ψω, παρακ. -κέκῡφα· σκύβω προς ή επάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.· προσκύπτω τινὶτὸ οὖς, σκύβω προς το μέρος κάποιου και ψιθυρίζω στο αυτί του, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προσκύπτω: нагибаться, наклоняться (προσκύψας μοι πρὸς τὸ οὖς Plat.): ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφώς Plat. наклонившись, он что-то сказал (ему).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κύπτω voorover buigen naar:. ὅταν... προσκύψασα φιλήσῃ wanneer zij zich voorover buigt om mij te kussen Aristoph. Ve. 608; προσκύψας μοι μικρὸν πρὸς τὸ οὖς na zich een beetje naar mijn oor gebogen te hebben Plat. Euthyd. 275e.
Middle Liddell
fut. ψω perf. -κέκῡφα
to stoop to or over one, Ar.; πρ. τινὶ τὸ οὖς to lean towards one and whisper in his ear, Plat.