σκίαινα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ἡ</b>" to "ῐ], ἡ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skiaina
|Transliteration C=skiaina
|Beta Code=ski/aina
|Beta Code=ski/aina
|Definition=[ῐ], ἡ, a sea-fish, prob. either <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[Corvina nigra]] or [[Umbrina cirrosa]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>601b30</span>.</span>
|Definition=[ῐ], ἡ, a sea-fish, prob. either <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[Corvina nigra]] or [[Umbrina cirrosa]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>601b30</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:16, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίαινα Medium diacritics: σκίαινα Low diacritics: σκίαινα Capitals: ΣΚΙΑΙΝΑ
Transliteration A: skíaina Transliteration B: skiaina Transliteration C: skiaina Beta Code: ski/aina

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, a sea-fish, prob. either    A Corvina nigra or Umbrina cirrosa, Arist.HA601b30.

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, ein Meerfisch, lat. umbra, Ath. VII, 322 f.

Greek (Liddell-Scott)

σκίαινα: ἡ, θαλάσσιός τις ἰχθύς, Λατ. umbrina, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5, πρβλ. Ἀθήν. 322F· ― ὡσαύτως σκιᾰθίς, -ίδος, ἡ, Ἐπίχ. 28 Ahr.· καὶ παρὰ Γαληνῷ σκινίς, -ίδος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ombre, poisson de mer.
Étymologie: σκιά.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σκιαινίς και δ. αν. σκινίς, -ίδος, Α
νεοελλ.
γένος περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας σκιαινίδες και λόγια ονομασία ψαριών που είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες μυλοκόπι, κρανιός και καλιακούδα ή σικιός
αρχ.
είδος θαλάσσιου ψαριού («οἱ ἔχοντες λίθον ἐν τῇ κεφαλῇ, οἷον χρόμις, λάβραξ, σκίαινα, φαγρός», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + κατάλ. -αινα (πρβλ. σκόρπ-αινα), λόγω του σκοτεινού χρώματος του ψαριού].

Russian (Dvoretsky)

σκίαινα: ἡ скиена (род морской рыбы) Arst.